menu

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Τα τραγούδια του τόπου μας

-Τα δημοτικά τραγούδια είναι  δημιούργημα των κλειστών αγροκτηνοτροφικών κοινωνιών και εκφράζουν τα βιώματα, τις ιδέες και τα συναισθήματα του λαού. Η αρχή τους δεν μπορεί 
να εντοπιστεί με βεβαιότητα, αλλά ήδη τον 9ο και το 10ο 
αιώνα ήταν σε εξέλιξη τα ακριτικά τραγούδια. 
-Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι κάποιες κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών, όπως του γάμου, τα παιδικά, τα μοιρολόγια, παραλογές κ.ά., προέρχονται από την αρχαιότητα.

-Επίσης, στοιχεία της μορφής των δημοτικών τραγουδιών και του τρόπου σύνθεσής τους αποκαλύπτουν ομοιότητες με τα ομηρικά έπη και δείχνουν προέλευση από λαϊκές συνθέσεις πανάρχαιων εποχών.
-Τα δημοτικά τραγούδια εκφράζουν συλλογικά βιώματα, γι’ αυτό ο υποκειμενικός 
παράγοντας υποχωρεί και ο δημιουργός παραμένει ανώνυμος. Τα δημοτικά τραγούδια συνδυάζουν ποίηση, μουσική και χορό. Όταν ένα τραγούδι ξεπερνούσε τα όρια της κοινότητας και τραγουδιόταν και σε άλλες περιοχές, τότε μπορούσαν να προκύψουν παραλλαγές, δηλαδή τραγούδια με μικρές διαφοροποιήσεις από το πρωτότυπο.

-Τα δημοτικά τραγούδια έχουν μεγάλη ποικιλία θεμάτων. Ανάλογα με τα θέματά τους χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: 

α) Σ' αυτά που αναφέρονται σε διάφορες εκδηλώσεις της ζωής (ερωτικά, νυφιάτικα, νανουρίσματα, παιδικά, της ξενιτιάς, μοιρολόγια, εργατικά κ.ά.), 

β) Στα ιστορικά, στα οποία ανήκουν όσα αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα ή σε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, όπως τα ακριτικά και τα κλέφτικα, και

γ) Στις παραλογές, που είναι αφηγηματικά τραγούδια με θέμα δραματικές περιπέτειες της ζωής, αληθινές ή φανταστικές. 
                                                                                           
 -Στη ιστοσελίδα μου καταγράφω παραδοσιακά τραγούδια της Παλιουριάς Γρεβενών και της γύρω περιοχής  όπως μου τα ↴↴↴ 
αφηγήθηκαν  και τραγούδησαν γυναίκες του χωριού. Ιδιαίτερη μνεία  στην  κ. ΜΠΟΛΛΟΥ  Χρυσούλω (Μπόλαινα) η οποία μου μετέφερε  πολλά τραγούδια και την ευχαριστώ θερμά, καθώς  και την νύφη της Άννα, που είχε την υπομονή να τα γράφει σ' ένα τετράδιο.

-Δυστυχώς ενώ θα έπρεπε να είχαμε καταγράψει ήθη και έθιμα των προγόνων μας, έχουμε αρκετά μεν από αυτά, αλλά λείπει η γνήσια ντοπιολαλιά. Σήμερα αυθεντίες στο είδος, όπως θα δείτε σε βίντεο είναι η Βάγια Ζιανού, Βασίλω Κόντου, Βαγγελή Ντατσή, Κρυστάλλω Ζάτσου, Ασπασία Φασούλα. κ.α., 

-Σημείωση: Επειδή σε μερικά τραγούδια λείπουν στοιχεία (λέξεις, συλλαβές, ομοιοκαταληξία κλπ) ο κορμός όμως είναι αληθινός, ίσως στο μέλλον από εμένα ή κάποιους άλλους όταν βρούμε τα πραγματικά στοιχεία θα προστίθενται - συμπληρώνονται στο αντίστοιχο τραγούδι.



(Κάθε νέο τραγούδι  θα τοποθετείται και στην ανάλογη κατηγορία).-

Τα Λαζαριάτικα (του Λαζάρου)


-Λαζαριάτικα από την εκδήλωση στις 8-4-2017  ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Όταν πηγαίνουν στα σπίτια (για βίντεο  κλικ ΕΔΩ )

"Ανοίξετε για λάμψετε να 'ρθούν οι Λαζαρίνες" 
"Καλώς μας ήβρε ο Λάζαρος και φέτος και του χρόνου"
"Κέρνα μας αφέντη κέρνα μας κι όλα καλά να πάνε"   


Καλήν ημέρας αφέντη μου (προς τον παπά) (για βίντεο  κλικ ΕΔΩ  και ΕΔΩ)

Καλήν ημέρας  σου μωρ αφέντη μου
καλημεράς αφέντη μου
καλώς τις Λαζαρίνις
Αφέντη δως μας μωρέ την ευχής
αφέντη δως μας  την ευχής
δως μας την ευλογίας
δως μας την ευλογίας
Κέρνα μας αφέντη μωρέ κέρνα μας
κέρνα μας αφέντη κέρνα μας
κι όλα καλά να πάνι

Σιγανά πάει η βροχή         
Σιγανά πάει η βροχή, σιγανά πάω κι εγώ
στον αφέντη  τον παπά, στην κυρά την παπαδιά.
Την έβρισκα που ζύμωνε και διπλοκοσκίνιζε,
για να κάνει τις λειτουργιές,
να τις πάει στην εκκλησιά, στον αφέντη τον παπά. 

Νάτις οι Λαζαροπούλις  (για βίντεο κλικ ΕΔΩ)

Νάτις οι Λαζάρις
κι Λαζαροπούλις
και λαζοροπούλις
νάτες λαζαρίνις
κι ως τι χρον ποιος ξέρει
ως τι χρον ποιος ξέρει
ζούμι  για δε ζούμι
ζούμι  για δε ζούμι
σ’ άλλουν τόπου πάνι
σ’ άλλουν τόπου πάνι
σ’ άλλες λαζαρίνις
σ’ άλλες λαζαρίνις
σ’ άλλα μισουχώρια

Της Ανοιξήτσας τα πουλιά

Της Ανοιξήτσας τα πουλιά της άνοιξης τ’ αηδόνια
συνάζονται μαζόνονται πύργο θέλουν να χτίσουν
Να βάλουν μέσα καλογριές κι απ’ έξω καλογέροι
να βάλουν και έναν γούμενο να τους ξομολογάει

Φτωχολάζαρος  (για βίντεο κλικ ΕΔΩ)

Ποιος θα πάει ταχιά να πλύνει
λέλι  Λάζαρ  μου 
μωρ  φτωχολάζαρ μου.
Λαζαρίνις  θα παένουν 
λέλι  Λάζαρ μου
μωρ  φτωχολάζαρ  μου.
Λαζαρίνις  δεν  παένουν
λέλι Λάζαρ μου
μωρ  φτωχολάζαρ μου.
Ποιος θα πάει ταχιά στ’ αμπέλι
λέλι  Λάζαρ μου 
μωρ  φτωχολάζαρ μου.
Λαζαρίνις θα παένουν
 λέλι Λάζαρ μου
μωρ  φτωχολάζαρ μου.
Ποιος θα πάει ταχιά στα γίδια
λέλι  Λάζαρ μου
μωρ  φτωχολάζαρ μου.
Λαζαρίνις θα παένουν
 λέλι Λάζαρ μου
μωρ  φτωχολάζαρ μου.

Ανάθεμά σας μάτια (για βίντεο ΚΛΙΚ ΕΔΩ)

Ανάθεμά σας μάτια κ όταν ζηλέψητι
τον κοντό τον άντρα τον κατσικοκλέφτη
που έσπιρνι το χρόνο δυο μπενάκια στιάρι
κι άλλα δυο  κριθάρι
κάθιτι κι κλαίει κι μοιριολογάει
ποιός θα του θιρίσ(ει) ποιος θα τ' αλουνίσ(ει)
κι καλή  τον λέει
τον παρηγορι σώπα 'αντρα σώπα
σώπα κι μην κλες
ιγώ θα τα θερίσω ιγώ θα τ’ αλωνίσω
 //////

Κάνω πέντε πίτες, δέκα οκτώ μπουγάτσες και καλώ την χώρα
και μας τα θερίζουν και τ’ αλωνίζουν και μας τα μπαριάζουν
Θα πουλήσω τα γουρούνια θα σου πάρω κοντογούνια
θα πουλήσω τα γελάδια θα σε πάρω ντολαμάδια
θα πουλήσω τα κατσίκια θα σου πάρω σκουλαρίκια
θα πουλήσω και τα αρνιά θα σου πάρω χαιμαλιά

Ανοίξτε για λάμψετε (στου παπά το σπίτι)

Ανοίξτε για λάμψετε να  ‘ρθουν οι λαζαρίνες
στου παπά τα παραθύρια όλο ίτσια και λουλούδια
Και στης παπαδιάς την πόρτα τριαντάφυλλα ριγμένα
καλώς σας ήρθε ο Λάζαρος κι φέτου κι του χρόνου
Με την λαμπρή την πασχαλιά με τα κόκκινα τ’ αυγά

(φεύγοντας από το σπίτι τραγουδούν)

Εδώ σε τούτη γειτονιά (για  βίντεο ΚΛΙΚ ΕΔΩ  και ΕΔΩ )

Εδώ σε τούτη  γειτονιά τίποτα δεν μ’ άρεσε
μούγκι ο  κήπος κι μηλιά κι ήμεροτριανταφυλλιά.

Απάνω στην μοσχομηλιά   
           
Απάνω στην μοσχομηλιά
κι απάνω σε άγιο κλίμα
Εκεί κοιμάται ο δέσποτας
με το χαρτί στο χέρι
Με το χαρτί, με την Αγιά,
με τα’ Άγιο το Βαγγέλιο.
Σήκω ρε μαύρε δέσποτα
και μην βαριοκοιμάσαι.
Τα μοναστήρια σήμαναν
κι οι εκκλησιές διαβάζουν.
Και η δική μας εκκλησιά
δεν ψέλνει δεν διαβάζει.
Με τα χαρτιά της μάλωνε,
και τα κατηγορούσε.
Χαρτιά ιεροχάρτια μου,
χαρτιά της Παναγίας. 

Καλογριοπούλα γκιζερεί 



Καλογριοπούλα  γκιζιρεί  στον άμμο της θαλάσσης
με τα μαλάκια ξέπλεγα στις πλάτες γυρισμένα
Αυτό το νιο που πιάσατι εψές με το φεγγάρι
καλά μην τον χαλάσιτι καλά μην τον κόψετε
Όσου να πάω και να ρθω και πίσω να γυρίσω
να φέρω τα γρόσια στην ποδιά τ’ φλουριά στον τσιόπι.

Της Τζέρτζελους

Της τζέρτζελους τα παιδιά στο χορό κατέβαιναν
με κουβάρια ράμματα με σακιά μπαλώματα
Σας παρακαλώ κουρίτσια σταματάτε τον χορό
για να μπαλωθώ και γω να μπαλώσω τα παιδιά μ’
Τα παιδιά μ’ τα τσίτσαρα τα παιδιά μ’ τα γκόλιαβα

Ο Ρωμιός έχει μια Βάϊα  (για βίντεο  κλικ ΕΔΩ )

Από πε μωρέ Βουργάρα
από πέρα  απ’ το ποτάμι 
κι απεδόθε  απ’ το βαρλάμι 
κάθεται Ρωμιός και Τούρκος
το ρωμιό το λένε Γιάννη
και τον τούρκο Σουλεημάνη
ο  ρωμιός έχει μια Βάια 
Σουλεημάνης τη γυρεύει
δώσμου Γιάννη μ΄ τη Βαγιούλα
να την κάνω τουρκοπούλα 
δεν στη δίνω Σουλεημάνη
είσαι τούρκος και δεν κάνει
και στην εκκλησιά δεν πάς
τον σταυρό δεν προσκυνάς
την μετάνοια δεν την κάνεις
θα την πάρω την Βαγιούλα
και στην εκκλησιά θα πάω
τον σταυρό μου θα τον κάνω
την μετάνοια θα την κάνω.

Τς' Αρσίνας  το κορίτσι (για βίντεο  κλικ ΕΔΩ )

Σ' όσα κάστρα κι αν επήγα και αν περπάτησα
σαν τσ' Αρσίνας το κορίτσι δεν είναι πουθενά
κάθε Κυριακή ν’ αλλάζει, να στολίζεται
και στη σκάλα  π’ ανεβαίνει μου γυαλίζεται
κι ο Αμέτ  Αγάς διαβαίνει και την λόγιασε
ρίχνει μήλο και την κρούει  δεν το δέχεται
ρίχνει μάλαμα κι ασήμι  χαμογέλασε
στέλνει πέντε έξι  παλληκάρια στη μανίτσα της
καλημέρα μωρ  Αρσίνα  κι συμπηθηρά
να μας δώσεις το κορίτσι στον Αμέτ  Αγά
δεν το δίνω το κορίτσι μ’ στον Αμέτ  Αγά
πέντε φόνοι κι αν θα γίνουν μες την πόρτα μου
το κορίτσι απολοήθηκε  από τον αργαλειό
πάρτο το λόγος  μωρ  μανίτσα  μην ντρουπιάζεσαι
τον Αμέτ  Αγά θα πάρω και  τον αγαπώ.

Καημένες νυφάδες

Άιντι καημένες νυφάδες τι παντρευόσασταν
τώρα που ήρθε  ο Λάζαρος μετανιώντε
Βάλτε τσιμπέρια και ελάτε στις Λαζαρίνες
δεν μας αφήνουν οι πεθερές και μας μαλώνουν οι άντρες

Ήρθε ο Λάζαρος

Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια
ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια
σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι
ήρθε η μάνα σου από την  πόλη
σου 'φερε χαρτί και κομπολόι
Γράψε Θόδωρε γράψε Δημήτρη
γράψε λεμονιά και κυπαρίσσι
Οι κοτούλες μας αυγά γεννάνε
κι ένα αυγό μέσ' στο καλάθι βάλε.

Σε τούτο σπίτι που 'ρθαμε  (που είχε ελεύθερη κόρη)

Σε τούτο σπίτι πούρ’θαμε στο μαρμαροστρωμένο 
εδώ έχουν κόρη ανύπαντρη, κόρη ν’αρραβωνιάσουν.
Προξενητάδες έρχονται ‘που μέσα απου την πόλη, 
εδώ ρωτούν ξαναρωτούν της λύιαρης την κόρη. 
Που θα’βρω τέτοια λύιαρη(λυγερή). ξανθή και μαυρομάτα,
έχει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι, 
το δόλιο το ματόφρυδο  σαν κρόσσι απ το μαντήλι.

Σε σπίτι που είχαν πρόβατα ή γίδια 

Σ αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε το μαρμαροστρωμένο, 
εδώ έχουν χίλια πρόβατα και δυό  χιλιάδες γίδια. 
Τα χίλιαζαν τα μίλιαζαν, τα βγάζουν τρεις χιλιάδες. 
Στον κάμπο τα κατέβαζαν, να τα νεροποτίσουν, 
και στο βουνό τ’ανέβαζαν να τα γαλομετρήσουν.

Λάζαρι καψουλάζαρι

Λάζαρι καψουλάζαρι πούκαψις καρδίτσις
απού νιονυφίτσις κι απού κουριτσάκια.
Κάποια λαζαρίνα έχασι γαϊτανάκι κι του βρήκι ι Γιάννης
δομ’ του Γιάννη, δομ’ του  δομ’ του γαϊτάνι
Θα σι φκιάσου πίττα, πίττα  λαζαρόπτα
ας είνι και τσουκνιδόπτα.
Βάγια και τι μας έφερες
Βάϊα κ ατι μας άργησες και άργησες να έρθεις 
Βαια  κ’ατί  μας έφερες τουν  Μάη του καλουκαίρι. 
Σας έφερα την Πασχαλιά και του Χριστός Ανέστη. 
Ωρα  καλή σου πασχαλιά και πίσω να γυρίσεις 
καλά να πας καλά να ρθεις καλά και να μας εβρεις.
Κάτω στ' αργυροστόλισμα
Ε- κάτω στ αργυροστόλισμα και στων κεριών τον τόπο 
λε- τρεις λυγερές ανέβαιναν το χάρο προσκυνούσαν 
λε- ανέβαιναν κατέβαιναν και πάλι προσκυνούσαν
λε- δείξε μας χάρε δείξε μας το πότε θα μας πάρεις 
λε- την κυριακίτσα το πρωί την άλλη παραπάνω. 
Στης εκκλησιάς το πλάι

Εδώ στης εκκλησιάς το πλάιο 
εδώ χορεύουν τα κορίτσια κι έμορφες κι οι παντρεμένες. 
Τι όμορφο χορό που κάνουν κύκλες κύκλες κάνουν καμάρες. 

Βγαίνουν τα ίτσια 

Βγαίνουν τα ίτσια από τη γη λουλούδια από τους κάμπους. 
Βγαίνει κι ένα τριαντάφυλλο πολύ ήταν πεσμένο. 
Βασιλικός σαν τα ‘κουσει πολύ τον κακοφάν’κει. 
Εγώ είμαι ένας βασιλικός στον κόσμο δεν πενιούμαι.

Τα ίτσια

Στου παπά τα παραθύρια 
όλο ίτσια και λουλούδια
κι τριαντάφυλλα στρωμένα
τράβηξε ψηλός αέρας
τίναξε τα άνθη όλα

Αγγελίνα 
 Όλες οι νύφες στο χορό, Αγγελίνα μου,
χορεύουν στα σαιάρια, Αγγελίνα μου, 
μωρέ μαυρομάτα μου. 
Και η Αγγελίνα ορφανή, 
χορεύει στο γιλέκι, Αγγελίνα μου,
μωρέ μαυρομάτα μου.
Κι ο βασιλιάς αγνάντευε, Αγγελίνα μου 
απ τον γυαλένιο πύργο, Αγγελίνα μου 
μωρέ μαυρομάτα μου. 
Να’μαν πουλί, να’ μαν πουλί, 
να πέταγα, μπροστά στην Αγγελίνα,
μωρέ μαυρομάτα μου.
Να πιάσω χε-λελε χέρια παχουλά, 
γιομάτα μπιλιτζίκια, Αγγελίνα μου,
μωρέ μαυρομάτα μου. 
Να τ’ βαζα-λε να τ’βαζα προσκέφαλα,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες, Αγγελίνα μου, 
μωρέ μαυρομάτα μου.
 Έδωκε ο ήλιος κι έσκασε
Έδωκε ο ήλιος κι έσκασε
κι η κόρη που  ‘χει ένα αγόρι
και πάνε να το βαφτίσουν 
στου πασά τις πόρτες
και τις πορτοπούλες
Πως για να το πούμε 
να το πούμε Γιάννη
που  γλύφει το τηγάνι
να το πούμε Βαγγέλη
που γλύφει το λιγκέρι
να το πούμε Βασίλη
θα τον φαν οι ψήλοι.

Ώρα καλή σου Λάζαρε

Ώρα καλή σου Λάζαρε και του χρόνου να ‘ρθεις αργήτερα
σ’ αγαπώ καλύτερα από τη μάνα μου
μας έφυγε ο Λάζαρος πάει πίσω στα δέντρα
(βάζουν τις κλωστές στα παλιούρια και στο γυρισμό λέγανε)
Και καρτερούν οι μάνες μας με πίτες με μπουγάτσες
και καρτερούν οι πεθερές με τα δαυλιά στα χέρια.
Η Δάφνω το πενεύτηκε

Η Δάφνω το πενεύτηκε το χάρο δεν φοβάται
και ο χάρος ήταν γέροντας κι αγάλια αγάλια
ανέβαινε στης Δάφνως τα κρεβάτια
Κρούει στην πόρτα μια φορά κρούει στην πόρτα δυο
ποιος είναι αυτός που χτυπάει την πόρτα δυο
ποιος είναι αυτός που χτυπάει την πόρτα
Αν είναι ξένος να φύγει
κι αν είναι προξενητής ν’ ανοίξει να μπει μέσα
Άνοιξε Δάφνω μ’ άνοιξε εγώ είμαι ο γέρο χάρος
Εγώ τον χάρο δεν φοβούμαι και φεύγα πάλι
από τα μαλλιά την άρπαξε στο άλογο την έβαλε.

Ψηλά στον Αϊ - Θανάση  (για βίντεο   κλικ ΕΔΩ )


Ψηλά στον ΑΙ – Θανάση
πέντε έξι παλικάρια  
μήλo κρατούν στo χέρι  
λεμόνι στην ποδιά  
να ρίξω να βαρέσω  
την πρώτη Λαζαρίνα  
που σέρνει τους Λαζάρους  
και τις Λαζαροπούλες  
τρεις μέρες και τρεις νύχτες   
κι όλη την εβδουμάδα 

Βίργω (Βιργινία)  (για βίντεο κλικ ΕΔΩ ) 

Μωρέ Βίργω βιργολίνα 
το κορμί σου βiργολίζει
κι άντρα σου σε φοβερίζει
μωρέ  Βίργω έλα κάτω
θα παένω στο παζάρι
να μου πεις τι να σου φέρω.
Να μου φερς γυαλί κι χτένι
να μου φερς και μούρλο φέσι
είμαι άσπρη και μου πρέπει
μωρέ  Βίργω έλα κάτω
να μου πεις τι να σου φέρω.
Να πουλήσεις τα κατσίκια
να μου φέρεις σκουλαρίκια
μωρέ Βίργω έλα κάτω
να μου πεις τι να σου φέρω.
Να πουλήσεις και τα γίδια
να μου φέρεις μπιχλιμπίδια
μωρέ Βίργω έλα κάτω
να μου πεις τι να σου φέρω.
Να πουλήσεις και τη στάνη
να μου φερς ένα φουστάνι
να το βάλω στο χορό
να χορέψω κι εγώ.

Σηκώνομαι Βάϊα μ'  πολύ πρωί (για βίντεο   κλικ ΕΔΩ )

Σηκώνομαι  Βάια μ' πολύ πρωί Βάια μ' πολύ πρωί
ορέ μαύρος από τον ύπνο   
λέλε  Βαία μου  μωρέ  Bάια μ' έμορφη
παίρνω νερό  Βάια μ' και νίβομαι Βάια μ' κι νίβομαι
ορέ κρασί δροσολογιούμαι
λέλε  Βαία μου μωρέ  Βάια μ' έμορφη
και παίρνω δίπλα Βάια μ' τα ιβουνά Βάια μ' τα ιβουνά
ορέ δίπλα τα κορφοβούνια
λέλε  Βαία μου μωρέ  Βάια μ' έμορφη
κι ακού τα πεύκα Βάια μ' πως βροντούν  Βάια μ' πως βροντούν 
ορέ και τις οξιές πως βάζουν
λέλε  Βάια μου μωρέ  Βάια μ' έμορφη.

Τα  Πασχαλιάτικα (της Λαμπρής)


Μπιήνα  (Μπείνα) (για βίντεο   κλικ ΕΔΩ )

Δεν τ’ ακούς Μπιήνα μου
κι μπιηνοπούλα μου
τι σου λέει η μάνα σου  
τι σου λέει  ι  πατέρας σου
Να μη λουστείς να μη χτινστείς
στου χουρό  μην κατιβείς
είνι ο Βόϊβοντας ιδώ 
μι τα παλικάρια του 
μι τους λεβεντάδες του 
Αυτή δεν αφουκράστηκε
τα λόγια που την είπανε
λούστηκε χτενίστηκε
στου χουρό κατέβηκε
Σαν την είδε ο Βόϊβοντας
τα παλικάρια έκραξε
γρήγορα γλυκό κρασί
να κεράσω το χορό
Σ’ όλις σ’ όλις από δυο
στη Μπηϊνα  τέσσερα
πάει στα δεκατέσσερα.

Στο Γρεβενό στο Γρεβενό (για βίντεο  κλικ ΕΔΩ )

Στο Γρεβενό στο Γρεβενό
τον έμορφο τον τόπο
μα το Χριστός Ανέστη
τον έμορφο τον τόπο
μα τ’  αληθώς ανέστη
εκεί λαλούν τρεις πέρδικες
κι αντιλαλούν τα πλάια
μα  το   Χριστός Ανέστη
κι αντιλαλούν τα πλάια
μα τ’  αληθώς ανέστη
τα πλάγια πλάγια γιόμωσαν
κι τα πηγάδια βρόχια
μα το Χριστός Ανέστη
κι τα πηγάδια βρόχια
μα τ’  αληθώς ανέστη
πα ι  συ πιρδίκα  πιει νιρό
κι πιάστηκε στα  βρόχια
μα το Χριστός Ανέστη
κι πιάστηκε στα βρόχια
μα τ’  αληθώς ανέστη
ο κυνηγάρης που μεριά
ρίχνει να τη σκοτώσει
μα το Χριστός Ανέστη
ρίχνει να τη σκοτώσει
μα τ’  αληθώς ανέστη
αφσίζμαι κυνηγάρη μου
γιατί είμαι αψιά και σκάζω
μα το Χριστός Ανέστη
γιατί είμαι αψιά και σκάζω
μα τ’  αληθώς ανέστη


Μοιρολόγι της Μεγάλης Πέμπτης

Εσύ κυρά μου λούζεσαι και τον Χριστό σκεντεύουν
κι αν τον σκεντεύουν τον Χριστό εγώ τι θες να κάνω
Φέρτε μαχαίρια να σφαχτώ, σφάζοντε οι μάνες όλες
φέρτε ποτάμια να πνιγώ, πνίγονται οι μάνες όλες
Φέρτε ψωμί φέρτε κρασί και βάλτε το τραπέζι
ν’ αφίκω μια παρηγοριά να χουν οι μάνες όλες.

Κάτω στα Ιεροσόλυμα

Κάτω στα Ιεροσύλημα στον άγιο τον τόπο
εκεί δέντρο δεν ήτανε δέντρο παρουσιάσκε
Ο δέντρος ήταν ο Χριστός κι η ρίζα η Παναγία
και τα κλωνάρια πούχε ήταν τ’ αγγελούδια


Σήμερα Γιώργη μ' Πασχαλιά

Σήμερα Γιώργη μ' Πασχαλιά σήμερα πανηγύρι
σήμερα αλλάζουν τα παιδιά αλλάζουν τα κορίτσια
σήμερα αλλάζουν τ' ανύπαντρα κι οι πεθερές τις νύφες
σήμερα βγαίνουν στο χορό βγαίνουμε στο σιργιάνι
εκεί διαλέγουν τις όμορφες διαλέγουν τα παλληκάρια
και συ Γιώργη μ' δε φαίνεσαι να βγεις να σεργιανίσεις.
Είσαι Γιώργη μ' στα Γιάννενα στη φυλακή κλεισμένος
σπάσε Γιώργη μ' τα σίδερα και τα δεσμά σου.
Το πως  να σπάσω σίδερα το πως και τα δεσμά μου
μ' έχουν στα χέρια σίδερα και μπράγκες στα ποδάρια
έχουν και νυχτοφύλακες και σιδερένιες πόρτες.

Χελιδόνα τι μας έφερες

Χελιδόνα τι μας έφερες απ' τον απάνω κόσμο
σας έφερα την Πασχαλιά και το Χριστός Ανέστη
χελιδόνα τι 'σαι πικραμένη δάκρυα γιομάτη
εγώ έλεγα να μη στο πω να μη στο μαρτυρήσω
και τώρα που με ρώτησες θα στο  μαρτυρήσω
ήρθε το φίδι το πικρό μ' έφαγε τα χελιδόνια

  Σήμερα Δέσπω μ' Πασχαλιά  (για βίντεο ΚΛΙΚ ΕΔΩ )

Σήμερα Δέσπω μ' Πασχαλιά 
κι αύριο Χριστός Ανέστη
κι εσύ Δέσπω μ' δε φαίνεσαι 
να είσαι στο σεργιάνι
Μανά μου κλαίει το παιδί
κλαίει και δεν μερώνει
Μηλιά έχω στη πόρτα σου 
και κυδωνιά στ' αμπέλι
κόψε μήλο από τη μηλιά
και δώστο να μερώσει
και αν δε μερώσει κι απ' αυτό
σκάψε παράχωσέ το.
Κάνε τα χέρια σου τσαπιά.

Η Ρίνα η Γρεβενιώτικη

Η Ρίνα η Γρεβενιώτικη που έβαλε τον άλατζα (φουστάνι)
και πάει και πιάσκε στο χορό μπροστά απ’ τη Χαρίσαινα
Χαρίσης την αγνάντευε από ψηλά την δραγασιά
για φεύγα  Ρίνα απ’ το χορό για φεύγα παλιογόμαρα.

Ν' ώρα καλή σου Πασχαλιά

Ν' ώρα καλή σου Πασχαλιά
κι πίσου να γυρίσεις
νώπους μας άφκεις να μας βρεις
κι ακόμα κι καλύτερα.
τούτο τον χρόνο τον καλό
τον άλλο ποιος τον ξέρει
για ζούμε για πιθαίνουμε
για σ'άλλον τόπο πάμε. 


Σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά

Σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά και αύριο Χριστός Ανέστη
και συ Δέσπω δεν φάνηκες να εύγεις στο σειριάνι.
Μάνα κλαίει το παιδί κλαίει και δεν μερώνει
κόψε μήλο από την μηλιά και δώστω να μερώσει.
Και απ’ αυτό σκάψε παράχωσε το
κάνε τα νύχια σου τσαπιά τις παλάμες φτυάρια.

Σα που μας πας βρε Σήρο μου
(Όταν γυρίζουν από την Αγία Τριάδα, μπροστά ο παπάς)

Σα που μας πας βρε Σήρο μου
Σήρο μου και καπετάνιε
στην Μακρινίτσα βρε παιδιά
και στου παπά το σπίτι.
Παπά μ’  την θυγατέρα σου
παπά μ’ την μοναχιά σου.
Εγώ την Δέσπω πάντρεψα
την πήρε ο βλαχοστέργιος.
Τσακώστε δέστε τον παπά
και σφίξτε του τα χέρια.
Νάτην κι η Δέσπω που έρχεται
σαν μήλο μαραμένο.

Άσπρο σταφύλι τραγανό

Άσπρο σταφύλι τραγανό κομμένο από τρεις μέρες
το ποιος το κόβει κόφτεται το ποιος το τρώει πεθαίνει
Να το ‘τρωγε κι η μάνα μου εμένα να μην κάνει
σαν μ’ έκανε τι μ’ ήθελε σαν μ’ έκανε τι με θέλει
ξένη με πλένει τα ρούχα μου ξένη και τα καλά μου

Όλα τα κάστρα γύρισα  (για βίντεο  κλικ ΕΔΩ )

Αρματολός και κλέφτης
όλα τα κάστρα πάτησα
όλα τα κάστρα πάτησα
κιι όλα τα μοναστήρια.
Μον του Βαρλάμη το κελί
μον του Βαρλάμη το κελί
δεν μπόρσα να πατήσω.
Τριγύρω γύρω  το ‘φερνα
τριγύρω γύρω  το ‘φερνα
τριγύρω  γύρω το φέρνω.
Βλέπω ψηλά ένα γούμενο
βλέπω ψηλά ένα γούμενο
ψηλά στο παραθύρι.
Κατέβα   κάτω  γούμενε
κατέβα   κάτω  γούμενε
να μας ξομολογήσεις.
γιατί έχουμε έναν άρρωστο
γιατί έχουμε έναν άρρωστο
βαριά για να πεθάνει.
Δεν κατεβαίνω  ρε παιδιά
δεν κατεβαίνω  ρε παιδιά
γιατί θα με χαλάστε
δεν κατεβαίνω ρε παιδιά.


Του  γάμου (Νυφιάτικα κ.λ.π.)

Φίλοι μ' καλοσωρήσατε (για βίντεο κλικ ΕΔΩ )


Φίλοι μ' καλοσωρήσατε ροϊδούλα μ' ροϊδούλα μ'
να φάμι κι να πιούμι Μαιός μωρέ μι τα λουλούδια
να φάμι κι να πιούμι Μαιός μωρέ μι τα καλούδια
δεν ήρθαμι για φαι για πιει ροϊδούλα μ' ροϊδουλα μ'
ουτέ κρασί να πιούμι Μαιός μωρέ μι τα λουλούδια
ουτέ κρασί να πιούμι Μαιός μωρέ μι τα καλούδια
μον ήρθαμι για την αγάπ  ροϊδούλα ροϊδούλα μ' 
για την αδελφοσύνη Μαιός μωρέ μι τα λουλουδια
για την αδελφοσύνη Μαιός μωρέ μι τα καλούδια.


Να ‘χα κρασάκι να ‘πινα   (για βίντεο κλικ ΕΔΩ )

Να ‘χα κρασάκι να ‘πινα
να ‘χα κι αρνί ψημένο
να ‘χα και νύφη έμορφη
να μας κερνάει να πιούμε.
Η νύφη λιανοτρίβονταν
πίσω στα κυπαρίσσια
τα κυπαρίσσια ήταν κοντά
και φάνηκε η νύφη
και φάνκε το γιορντάνι της
το χρυσοκεντημένο.
Νυφούλα  μ’ ποιος σου το ‘στειλε
γιορντάνι κεντημένο
η πεθερά μου το ‘στειλε
γιορντάνι κεντημένο
Σαν το ‘στειλε η πεθερά
μαζί να το χαρείτε.

Πότε μαλώμε μωρ’ μάνα ( για βίντεο  κλικ ΕΔΩ )

Μάνα μου μάνα  μωρέ μάνα
πότε μάλωσαμ’ αντάμα
και με διώχνεις  τόσο αλάργα.
Γω τα ξένα δεν τα ξέρω
και τον κόσμο δεν γνωρίζω
μάνα μου μάνα μωρέ μάνα.
Μάνα μου σαν αρρωστήσω
ποια μανούλα θα ζητήσω.
Να ζητήσ’ κόρη μωρέ κόρη μ
να ζητήσ’ την πεθερά σου
να κοιτάξ’ την αρρωστιά σου.
Να ζητήσ’  κόρη μωρέ  κόρη μ
να ζητήσεις την κουνιάδια
την κακούργα  συννυφάδα.
Η κουνιάδα μάνα μωρέ μάνα
 η  κουνιάδα δεν αδειάζει
συννυφάδα δεν τη νοιάζει.
Να ζητήσ’  κόρη μωρέ κόρη μ
να ζητής’  τον πεθερό σου
να σου φέρει το γιατρό σου.


Στο ζύμωμα της κουλούρας

Ανάχλια-ανάχλια το νερό κι αφράτο το προζύμι
κι η κόρη που τ’ ανάπιανε με μάνα με πατέρα
Ευχήσου με μανούλα μου στο πρώτο μου προζύμι
Με την ευχή παιδάκι μου να ζήσεις να προκόψεις
να κάνεις γιούς μαλάματα και γιούς μαργαριτάρια
να κάνεις και μια λυγερή σαν ήλιο σαν φεγγάρι

Ψιλολιχνώ τ’ αλεύρι

Ψιλολιχνώ τ’ αλεύρι κι αφράτο το προζύμι
κοράσιο κοσκινίζει  μι μάνα μι πατέρα
μ’ αδέρφια μι ξαδέρφια  μι θειές κι μι μπαρμπάδες

Ήρθε μια ξενίτσα

Ήρθε μια ξενίτσα από ξένο χωριό
έχει μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά
Έχει δυο κοσίτσες σαν δεντροκαλιά 
τι μας έφερες καλή μου νύφη
από το χωριό το πονεμένο


Όταν παίρνουν τα προικιά 


Δώδεκα χρόνους έκανα κόρη αρραβωνιασμένη
όλη τη μέρα κένταγα το βράδυ με τη ρόκα
Ώσπου να φκιάσω τα προικιά να τα βαρυφορτώσω
και τώρα που τα ετοίμασα θα τους τα παραδώσω
Τρέξτε γειτονοπούλες μου και σεις εξαδερφούλες
για να διπλώστε τα προικιά τα πολυκεντημένα
Διπλώστε τα προικιά καλά τώρα στην πρώτη μου χαρά,
περνάνε ράχες και βουνά μη μας γελάσουν στα χωριά


Ξύρισμα του γαμπρού


Συννέφιασε ο ουρανός σαν μπαρμπερίζεται ο γαμπρός
ξουράφια απ’ τα Γιάννενα τ’ ακόνια από την Αρτα
Μπαρμπέρη κάνε γρήγορα γιατί έχουμε και στράτα
στράτα στενή κι αλαργινή αλαργινή και λασπερή

Αϊτός την κόρη άρπαξε

Αϊτός τη κόρη άρπαξε απ’ της μάνας της τα χέρια
την πήραν και την πάϊσε σαράντα μέρες μακριά
Σαράντα μερονύχτια εκεί κάτσαν να φαν ψωμί να καλογιοματίσουν
έλα νύφη μ’ να φας ψωμί. Εγώ έφαγα στη μάνα μου
Την πήρε και την πάϊσε μπροστά στην εκκλησίτσα

  Λαλούν  τ' αρνίτια

Λαλούν τ΄  αρνίθια τρις φορές
και τα παγώνια πέντε
και συ μάνα μ’ κοιμάσαι
και δεν διανουείσε δεν βάνεις με το νου σου
η κόρη σου παντρεύεται μακριά στα ξένα

Να μη σας κακουφάνηκε

Να μη σας κακουφάνηκε  που 'ρθαμι στου χωριό σας 
ιμείς τη νύφ θα πάρουμι  κι του χουριό δικό σας.
Δε φταίγουν τα γλυκά κρασιά  δεν φταίγουν τα ποτήρια
μον φταίγν η θυγατέρα σας που βγαιν στα παραθύρια


Φλάμπουρα για το γαμπρό

Φλάμπουρά μου γιατί αρματώνεσαι
να πάω στα ξένα να φέρω νύφη από μακριά


Όταν έρχεται ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης


Καλώς τον ήλιο πού ‘ρχεται καλώς το παλικάρι
καλώς και τον αυγερινό πού ‘ρχεται αργά το βράδυ
Γαμπρέ γιατί είσαι ρόιδινος και τ' άλογο ιδρωμένο;
τ’ άλογο ήρθε για ταή  κι εγώ για μαύρα μάτια

Τι στέκεις Ρούσα μ'

Τι στέκεις Ρούσα μ’ και ξανθιά
τον πεθερό μου καρτερώ
να τάξει για να κατεβώ
Να τάξει βόδι απ’ το ζυγό
φοράδα απ’ τον αργιλέ

Καλημέρα σας

Καλημέρα σας καλή βδομάδα σας
που είν η νύφη σας πουν το κορίτσι μας
πάει στο μπαχτσέ να μας τραντάφυλλα
νάτην που 'ρχεται με τα τραντάφυλλα.
Κόρη μ' πως περνάς με τα πεθερικά 
βρήκα πεθερά σαν την τρανταφυλλιά
βρήκα πεθερό σαν το βασιλικό
κι άντρα  σαν τον αυγερινό.


Νικκλησίτσα φωτεινή


Νικκλησίτσα φωτεινή φωτεινή καμαρωτή
όπως δέχισι  κιριά να δεχτείς κι αυτή τη νια
Αυτή τη νια κι αυτόν το νιο
είναι νια κι αντρέπιτι  είναι νιος κι σκιάζιτι

Μήλο μου κόκκινο

Μήλο μου κόκκινο και άσπρο και ρόϊδινο
μην το μαρένεσαι το πώς παντρεύεσαι
Μόνο το μαραίνομαι  το πώς χωρίζομαι
από την μάνα μου και απ’ τον πατέρα μου
Τ’ αδέρφια μου κρατούν τις πόρτες
τα ξαδέλφια τα παράθυρα
Δεν την δίνουμε την αδερφή μας
δεν την δίνουμε  την ξαδερφή μας

Συ κύριε γαμπρέ

Συ κύριε γαμπρέ μ’ αν θες να ‘ρθεις στου πεθερού το σπίτι
να βρεις κλωνάρι να δέσεις τ’ άλογό   σου
(ο γαμπρός πέταζε μήλο που είχε γύρω  γύρω χρήματα-κέρματα,  στην σκεπή απέναντι και το έπιαναν από την άλλη μεριά)


Σε τούτα τα τραπέζια

Σε τούτα τα τραπέζια ολο ίτσια κι λουλούδια
και τριαντάφυλλα στρουμένα τράβηξε βοριάς κι αέρας
γκρέμισε την άνθη όλη και γεμίσαν τα τραπέζια
Η πεθερά φοκαλεί

Η πεθερά της νύφης τον δρόμο φοκαλεί
την νύφη της καρτερεί τον θεό παρακαλεί
Να μη βρέξει να μην χιονίσει
γιατί η νύφη της είναι μακριά
οσού να παν και να ‘ρθουν


Γαμπρέ μ’ σαν θέλεις 


Γαμπρέ μ’ σαν θέλεις να ‘ρχεσαι στης πεθεράς το σπίτι
έλα τρουΰρου να βρεις μηλιάς κλωνάρι
να δέσεις τα’ άλογο σου.
Κι ο μαύρος εχλιμίντρισε κι η κόρη απιλουήθκι
Δώστε στο μαύρο την ταή στο νιο δώστε την κόρη


Του γαμπρού την καλομάνα

Του γαμπρού την καλομάνα δεν την καλορωτήσαμε
τι έφαγε στην αγκαστριά.
Μήλο έφαγε στην αγκαστριά της
και μυρίζει ο γιος της μούσκο
και μυρίζουν τα τραπέζια
και μυρίζει ο γάμος όλος


Όταν φεύγει  η νύφη απ’ το πατρικό της


Βρέξε θεέ μου χιόνισε κάνε βαρύ χειμώνα
να μείνει η κόρη μ’ μια βραδιά παρηγοριά μου να ‘χω
Βαστούν τα χιόνια στα βουνά δεν έχει βαρύ χειμώνα
βάστα μανούλα την καρδιά πάω μακριά στα ξένα

Όταν γυρίζουν από την εκκλησία στο σπίτι

Σιγανά περπάτα νύφη σιγανά κι αγάλια
μη λερώσεις τα μεταξωτά παπούτσια
τις μεταξωτές τις κάλτσες
σε μαλώσει η πεθερά σου σε χουιάξει ο πεθερός σου
Έμπα έμπα συρμοπούλα μεσ’ το σταυρωτό το σπίτι
να θερίσεις ν’ αλωνίσεις και να μαζοκουβαλίσεις
Δέκα οκτώ παιδιά να κάνεις κι όλα αρσενικά να είναι
και όλα εσένα να ομοιάζουν
Έβγα έβγα πεθερίτσα φέρνει ο γιος μια περδικίτσα
έβγα έβγα μπουφάτα φέρνει ο γιος μια κουκουλιάτα
από το χέρι τσακωμένη από τα μαλλιά γραπατσομένη
Έβγα έβγα πεθερά με το γάλα με το μέλι
να δεχθείς το νέο το ζευγάρι και το νιο ζευγαρωμένο



Με την ευχή σου μάνα μου

Με την ευχή σ’ μωρ’ μάνα μου
τώρα στο κίνημά μου
στο ξεπροβοδισμά μου
Ώρα καλή κορίτσι μου
στην πεθερά να πάς
και να προσκυνήσεις
Χέρια να πρωτοφιλήσεις
πρώτα τον πεθερό σου
κι ύστερα την πεθερά σου


Στο σπίτι της πεθεράς

Ήρθαμε πέντε φεύγουμε τέσσερις
τον μονό που τον αφήνετε
Τον αφήνουμε στο  σπίτι
για να φκιάσει τα χουζμέτια
Να σκωθεί πρωί πρωί να φέρει το νερό
να ζυμώσει να κάνει πίτα
Αυτήν την νια  που συ φέραμε
μην την μαλώσεις μην την χουϊάζεις
την έχει η μάνα  μοναχή και ο πατέρας μοναχοκόρη
Εδώ την λένε πεθερά εδώ την λένε πεθερά
να φκιάνεις τα χουσμέτια με την αράδα


Όταν φτάνει η νύφη στο σπίτι του πεθερού

Νυφούλα μ’ καλωσόρισες στου πεθερού το σπίτι
στην πεθερά στη γειτονιά και σ’ όλο μας το σόι
σαν κυπαρίσσι να σταθείς σα δέντρο να ριζώσεις
και σα μηλιά γλυκομηλιά ν’ ανθίσεις να καρπίσεις
ν’ ασπρίσεις σαν τον  Όλυμπο σαν άσπρη περιστέρα
Βγαίνει κι η μάνα του γαμπρού και πεθερά της νύφης
να ιδεί την πετροπέρδικα που ‘φτασε στην αυλή της
Την είδε την αγκάλιασε της δίνει την ευχή της,
να είναι καλορίζικοι αυτή με το παιδί της
Να κάνει γιούς μαλάματα και γιούς μαργαριτάρια
να κάνει τσούπρες όμορφες σαν ήλιους σα φεγγάρια


Ο κυρ νούνος έρχεται

Ο κυρ νούνος μας έρχεται με εξήντα παλληκάρια
φέρνει  χρυσά στεφάνια,  λαμπάδες ασημένιες
και πάει να στεφανώσει δυο παλικάρια δυο μαύρα χελιδόνια


Ως την πόλη πήγα κι ήρθα

Ως την πόλη πήγα κι ήρθα 
τέτοιο νούνο δεν εβρήκα
Περπατεί και καμαρώνει 
καμαρώνει τους κουμπάρους
τις μικρές τις κουμπαροπούλες


Διαμαντούλα

Κάτω στα βαθιά πλατάνια στης κρυόβρυσης
κάθεται Διαμαντούλα μ’ και την ξετάζουνε
Διαμαντούλα μ’ τι είσαι τέτοια  μελανή
μην ίσκιος σε πατάει μην είναι η φαντασιά μ’
Διαμαντούλα μ’ μην είναι η φαντασιά μ’
Νούδι ο ίσκιος με πατάει νούδι η φαντασιά μ’
τράβηξε ψηλός αέρας τίναξε την άνθη όλη Διαμαντούλα
με πατάει ο Καραγιαννάκης τα μεσάνυχτα

Ο γιος από τα Γιάννενα

Ο γιος μου από τα Γιάννενα και η νύφη από την πόλη
που πήγαν και ανταμώσανε σε ξένο περιβόλι
Ξένη και συ ξένος και εγώ ξένο και το περιβόλι
κόρη σαν τι φαί θα φάμε, τα χείλη σου τα χείλη μου
αυτό φαί θα φάμε κόρη μου
Σαν διψάσουμε το τι νερό θα πιούμε
το δάκρυ μου το δάκρυ σου αυτό νερό θα πιούμε 
Κόρη μου κι αν νυστάξουμε το που θα κοιμηθούμε
την κάπα σου την κάπα μου αυτού θα κοιμηθούμε


Όλοι μ’ έδιωχναν

Όλοι μι διώχναν
ως κι η μάνα μου
κι αυτή μι διώχνει
Διώξι μι κι συ μωρ’ μάνα
θα μι θυμηθείς του καλοκαίρι
Του κρύο νερό απού τη βρύση
του ζιστό ψουμί απού του φούρνου

Κάτσε νούνε ακόμα απόψε

Κάτσε νούνε μ’ ακόμα απόψε
έχουμε πέντε αρνιά ψημένα
όλα τα ‘χω για  τισένα
Να τα φάμε να τα πιούμε
κι όλη νύχτα να γλεντούμε

Αυτή την κόρη απ’ αφήνουμι

Σμηθιρά μωρ’ σμηθιρά
αυτή την κόρη π’ αφήνουμι
καλά, μην τη μαλώσιτι
Την έχει η μάνα τς μοναχιά
καλά, μην τη μαλώσιτι


Σε τούτ’ του σπίτι πίνουμι

Σε τούτ' του σπίτι πίνουμι  
κέρνα μας, κέρνα μας  
πέτρα να μην ραϊσει  
άντε να κερνάς να καλοπέρνας  
Βίβα μία, βίβα δύο  
Ελενίτσα και Μαριώ.  
Μην του βάνεις στου γυαλί  
γιατί φαίνιτι πουλύ  
βάλτου στου κατουστάρι  
να του πιούμι στου πουδάρι.  
Βάλτι μας να πιούμι  
να δεις πως τραγουδούμι.  
Βγάτι, δέτι τουν κιρό  
σαν καλα 'μαστι κι δω.


Μάνα με κακοπάντρεψες

Μάνα, με κακοπάντρεψες 
και μ' εδωσες στους καμπους.  
Ν' εγώ το κάμα  δε βαστώ, 
νερό ζεστό δεν πίνω.  
Ν' εδώ τρυγόνα δε λαλεί 
κι ο κούκος δεν το λέγει.  
το λέγει μια  Αγραφιώτισσα. 

Τρία κουρίτσια μάλουναν

Τρία -μωρέ τρια- κορίτσια μάλουναν,  
τρία κορίτσια μάλουναν για ιένα παλικάρι.  
Κι με -μωρέ- κι με τις ρόκις δέρνουνταν,  
κι με τις ρόκις δέρνουνταν, 
κι απ' τα μαλλιά τραβιούνταν.  
Κι η μάνα -μωρέ- κι η μάνα του τον έλεγε,
κι η μάνα του τον λέει 
πιδι -μωρέ- πιδι μου, 
πάρ τις και τις τρεις, παρ τις κι μη φοβάσι 

Αν πας ξένη  να παντρευτείς 

Αν πας  ξένι  μ'  να παντρευτείς, 
ελα κι ρώτα ιμένα  να σι πω ποιά 'νι για σένα   
Ψηλή γυναίκα να μην πάρς, 
καράβι τσακισμένου  κακουτσάκστου του καημένου.  
Κουντί γυναίκα να μην πάρς, 
διρμάτι φουσκουμένου  φουσκουτούτσκου του καήμενου.  
Μελαχρινή και νόστιμη 
και μαύρα μάτια νάχει  
κι αν γεράσει, κι αν χαλαάσει  
πάντα τα μαύρα μάτια θα 'χει.


Τρεις Ελιές  

Τρεις ελιές και μια βαμμένη  
Αγαπώ μια παντρεμένη  
Τρείς ελιές και μια ντομάτα  
Αγαπώ μια μαυρομάτα  
Μαρή νταπλαρουμένη  
νταπλάς σι πλάκουσι  
κι όσα πιδιά απ’ Παλιουριά  
κάνα δε σ' άρισι.  
Πάρτα κλειδιά  απ' του μαγαζί  
κι έλα να παίξουμε μαζί

Μπιζέρισα μωρ’ μάνα

Μπιζέρισα μωρ' μάνα, 
μπιζέρισα μωρ' μάνα, 
μαντίλι να κιντώ
-ωχ λε- μαντίλι να κιντώ.  
Θα τα απαρατήσω, θελω να παντριφτώ,
-ωχ λε- θέλω να παντριφτώ. 
Κάτσι κόρη μου κάτσι, 
κάτσι κι ακόμα τουτ' τ' χρουνιά.  
Ν' ιγω θα σι παντρέψω, μέσα στα Γιάννινα. 

Μάνα με κακοπάντρεψες

Μάνα μ’ με κακοπάντρεψες με πάντρεψες στους κάμπους
εγώ στη ζέστα δεν βαστώ ζεστό νερό δεν πίνω
εδώ πέρδικα δεν λαλεί και κούκος δεν το λέει
Το λέει μια πετροπέρδικα σαν μοιρολόγιο
ποιες έχετε άντρα στην ξενιτιά και αδέρφια στα ξένα
ποτές να μην τον καρτερείτε και να μην τον απαντιχιέτε
Από τα δάκρυα τα πολλά και από τα μοιρολόγια
η σάλα άγρια κατέβασε μη ήλιο με φεγγάρι
φέρνει δέντρα φέρνει κλαριά φέρνει δέντρα ξεριζωμένα
φέρνει και μια γλυκομηλιά με μήλα φορτωμένη
Κι απάνω στα κλωνάρια της δυο αδέρφια αγκαλιασμένα
ο ένας τον άλλο έλεγε κι ο ένας τον άλλο λέει
τσακώς καλά αδερφούλι μου να ξεχωρηθούμε
οσό να διάβουν τα νερά να διάβ’ η σαλαμπριά.

Μη μου μιλάτε σήμερα

Μη μου μιλάτε σήμερα γιατί είμαι λυπημένος
και βαριά βαλαντωμένος
παντρεύεται η αγάπη μου εμ και παίρνει τον εχθρό μου
για το πείσμα το δικό μου
δεν το ………  και νουνός να στεφανώσω
και να γλυκομαραζώσω φκιάνω τα στέφανα χρυσά
και τα κεριά ασημένια κλεν τα μάτια μου για σένα 


Έδωκε ο ήλιος κι έσκασε

Έδωσε ο ήλιος κι έσκασε το άστρο της αυγής
και φάνηκαν τα εννιά χωριά τα δέκα βιλαέτια
Μάνα γιον εστόλιζε μάνα και θυγατέρα
ο γιος βάνει τα κόκκινα και η θυγατέρα τα’  άσπρα
μάνα τα καταγάλαζια σαν χήρα γυναίκα που ‘ταν
στην εκκλησίτσα πηγαίνουν
πιδί μ’ γιατί δεν πας στην εκκλησιά 
γιατί δεν πας να κοινωνήσεις
Μάνα μ’ εγώ κολάστηκα όταν ήμαν φαντάρος
κόρη ξανθή  επέρασε και με καλημέρισε
και ‘γω μάνα μ’ την φίλησα την καθαρή Δευτέρα.

Αετός την κόρη άδραξε

Αετός την κόρη άδραξε από της μανάς  τα χέρια
γειας Βουργάρα μ’ γειας
την πήραν και την πάϊσαν μακριά στα ξένα
Σαράντα μέρες παν μακριά σαράντα μερονύχτια
γειας μανούλα μ’ γειας
Και κάτσαν λέλε να φαν ψωμί να καλογιοματίσουν
έλα νύφη μ’ να φας ψωμί να καλογιοματίσεις
εγώ έφαγα στην μάνα μου και δεν πινώ να φάω
Σαν δεν πιστεύεις μωρέ Μαρία σαν δεν το παντιχένεις
μωρέ  Βουργάρα μου έβγα στο μπαλκονάκι σου
να δεις τους νιους που έρχονται
καβάλα και παίζοντας μωρέ Μαρία μου
να δεις και τον Αντώνη πως έρχεται καβάλα
και παίζοντας μωρέ Μαρία.

Γάμου  (όταν έρχεται η νύφη στο σπίτι του γαμπρού)

Έμπα έμπα Σερμοπούλα μεσ’ το σταυρωτό το σπίτι
να θερίσεις ν’ αλωνίσεις και να μαζοκουβαλίσεις
Δέκα οκτώ παιδιά να κάνεις και όλα αρσενικά να είναι
και όλα εσένα  νε να μοιάζουν

Γάμου (Όταν παίρνει η πεθερά τη νύφη μέσα)

Έβγα έβγα πεθερίτσα φέρνει ο γιος μια περδικίτσα
απ’ το χέρι τσακωμένη απ’ τα μαλλιά γραπατσωμένη
Έβγα πεθερίτσα με το μέλι με το γάλα
 να δεχθείς το νιο ζευγάρι και το νιο ζευγαρωμένο
έβγα πεθερά μπουφιάτα φέρνει ο γιος μια κουκουλιάτα


Ο καγκελοφρύδης


Ένας ψηλός, ένας λιγνός
ένας καγκελοφρύδης
την κόρη π’ αρραβώνιασες
το πότε θα την πάρεις;
όντας θα βράσουν τα κρασιά
κι αγουρίδα μέλι,
όντας θα ‘ρθει χινόπωρος
με τα παχιά κριάρια.

 Η αρμάτα του γαμπρού


Έβγα μανά μ’, στην πόρτα σου
να δεις το γιο σ’ π’ αρμάτωσες
το πώς του πρέπει η αρμάτα του
το πώς τον ομορφαίνει
και πάρε ρίζα βασιλικό
κι αρμάτωσε το φλάμπουρο
να πάει στα ξένα και να ‘ρθει
να φέρει κόρη όμορφη
να φέρει και πολύ προικιό
να φέρ’ αμπέλια ατρύγητα
να φέρ’ χωράφια αθέριστα.

Άσπρη κάτασπρη πέρδικα

Άσπρη κάτασπρη πέρδικα εδώ στη γειτονιά μας
ήρθαν ξένοι παντάξενοι και μας την πήραν
ασκήμηναν τα σπίτια μας κι ομόρφηναν τα ξένα
Ποιος νάταν ο προξενητής που νάχει φάει κανέλα
εγώ ήμουν ο προξενητής που ‘χα φάει κανέλα
ασκήμηναν τα σπίτια και ομόρφηναν τα ξένα.

Άλογό μου σελωμένο

Άλογό μου σελωμένο
 και στην πόρτα μου δεμένο
να ‘ρθει ο νιός να καβαλικέψει
 στην αγάπη τ’ να παένει
και η μάνα τ’ δεν τ’  αφήνει
Κάτσε γιέ μου μην παένεις μοναχός
δεν παένω μοναχός
έχω ασκέρι μαζωμένο
Όλο θειές και μπαρμπάδες
έχω αδέρφια και ξαδέρφια
τ’ αδέρφια κρατούν τις πόρτες
τα ξαδέρφια τα παράθυρα
Δεν την δίνουμε την αξαδέρφη μας
 δεν την δίνουμε την αδερφή μας.


Συμπεθερά μωρ’ συμπεθερά τι γυρεύουν τα παιδιά
(όταν πάνε την νύφη στο σπίτι του γαμπρού)

Συμπεθερά μωρ’ συμπεθερά τι γυρεύουν τα παιδιά
κάστανα βρασμμένα,  κουκόσες με ρακί
σταφύλια κρεμασμένα να είχαμε καναδυό.

Του μπράτημου το μαντήλι που το κέντησαν στην πόλη
(όταν κάνουν τα προζύμια )

Του μπράτημου το μαντήλι που το κέντησαν στην πόλη
όλο νύφες το κεντούσαν και κορίτσια το τραγουδούσαν
Μεγάλη κουλούρα ζυμώνουμε για τον κουμπάρο
με μάνα με πατέρα με αδέλφια με ξαδέλφια
Κουμπάρος έρχεται να στεφανώσει
δυο πουλάκια τον Χρήστο και την Βίκη
παίρνει στεφάνια χρυσά και λαμπάδες ασημένιες


Το τίνος γάμος γίνεται (στα προζύμια)

το τίνος γάμος γίνεται το τίνος πανηγύρι.
Του Βαγγέλη γάμος γίνεται
της Αφροδίτης πανηγύρι
Κάνει ο βασιλιάς χαρά
βρε Ντελή παπά καημένι
κάνει και ο Ρήγας γάμο.
Με κάλεσε ο βασιλιάς
με κάλεσε και ο Ρήγας.
Το τίνος γάμος γίνεται
το τίνος πανηγύρι.
Της Μαρίας γάμος γίνεται
του Αντώνη πανηγύρι.


Κέρναμε μάνα μ’ κέρναμε
(όταν κερνάμε το παιδί το κρασί πριν πάει στην εκκλησία)

Κέρναμε μάνα μ’ κέρναμεμε το δεξί σου χέρι
και με τη κούπα την χρυσή και με την ευχή σου
να πάω στην εκκλησία.

Κάτσε νούνε μου ακόμα απόψε
(το τραγουδάνε στον κουμπάρο όταν τελειώνει ο γάμος)

Κάτσε νούνε μου ακόμα απόψε
έχω πέντε αρνιά ψημένα
και άλλα πέντε σουβλισμένα
στον ταβά μαγειρεμένα.

 Σηβαίνω και λαλώ


Σηβαίνω και λαλώ να ιδώ συντρόφισσες
να πάμε για νερό.
Σύρτε δεν έρχομαι οτί με αρραβώνιασαν εψές το βράδυ
την άλλη Κυριακή σαν σημερινή θα κάνω την χαρά μου.
Με όργανα και με βιολιά θα κάνω την χαρά μου
με παππά και με κουμπάρο.

Κίνησα τον δρόμο δρόμο

Κίνησα τον δρόμο δρόμο
το στενό το μονοπάτι
βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο
που ήταν μήλα φορτουμένη.
Ξάμωσα να πάρω ένα
και η μηλιά αντιλοϊθκε.
Μην το παίρνεις μην το κόβεις
μην το γουρομαραγκιάσεις.
Τα  ‘χει ο αγάς μου μετρημένα
και η κυρά μου λογαριασμένα.

Ο νούνος μας

Ο νούνος μας μας έρχεται 
μι ξήντα παλικάρια
σαν ήρθαν καλοσώρησαν
κι μας καλά μας βρήκαν
στρώσουν μανά κι ας κάθουντι 
κι κέρνα τους κι ας πίνουν
κι κέρνα τους γλυκό 
κρασί ρακί ματαβρασμένη


Ξύπνα περδικομάτα μου
(όταν πήγαινε ο γαμπρός στη νύφη)

Ξύπνα περδικομάτα μου ήρθα στον οβορό σου
χρυσά πλεξούδια σου ‘φερα να πλέξεις τα μαλλιά σου
αν μήφηρις και αν δεν μήφηρις εγώ άντρα θα σε κάνω.
Σαν δεν πιστεύεις Μαρία μου και αν δεν το πανταχένεις
έβγα στο παραθύρι σου να δεις τους νιούς πως έρχονται
καβάλα και παίζοντας να δεις και τον Αντώνη σου.


Αρχοντογιός παντρεύεται

Αρχοντογιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα
μαυρομάτα μου σε κλαιν τα μάτια μου.
Η πεθερά και ο πεθερός τα δέντρα ξεριζώνουν
προσφυγούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν τα μάτια μου.
Βγαίνουν δυο φίδια ζωντανά τα παίρνουν τα τηγανίζουν
προσφυγούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν τα μάτια μου.
Έλα νύφη μου να φας φαί, ψάρια τηγανισμένα
προσφυγούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν τα μάτια μου.
Παίρνει την πρώτη πιρουνιά προσφυγούλα φαρμακώθηκε
προσφυγούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν τα μάτια μου.
Βρε πεθερά λίγο νερό να σβήσω το φαρμάκι
προσφυγούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν τα μάτια μου.
Νερό νύφη μ’ δεν έχουμε να σβήσεις το φαρμάκι
προσφυγούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν τα μάτια μου.
Βρε πεθερέ λίγο νερό να πιώ να σβήσω το φαρμάκι
προσφυγούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν τα μάτια μου.
Άντρα μ’ λίγο νερό να σβήσω το φαρμάκι
προσφυγούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν τα μάτια μου.
Όσο να πάει για νερό ο άντρας της να σβήσει το φαρμάκι
προσφυγούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν τα μάτια μου
η γυναίκα του ξεψύχησε
προσφυγούλα μαυρομάτα μου σε κλαιν τα μάτια μου

Γαμπρέ μ', τη μάνα π' σ' έκαμε

Γαμπρέ μ', τη μάνα π' σ' έκαμε
και είσαι άσπρος σαν το γάλα.
Η μάνα μ' ήταν πέρδικα
κι αφέντης μου σιαΐνι
κι εγώ ήμαν μοσχοστάφυλο,
σταφύλι από το κλήμα.

Τα Ιστορικά - Πολεμικά

  Στην πόλη γράφουν τα χαρτιά

Στην πόλη γράφουν τα χαρτιά  στη Σαλονίκ (η) τα στέλνουν(ε)
κάνας παππάς δεν έλαχε να βγει να τα διαβάσει.
Μόνο της χήρας ο γιος βγήκε και τα διαβάζει
κι μάνα του τον ρώτησε κι η μάνα του τον λέει.
Πιδίμ΄ τι γράφουν τα χαρτιά τι μολογάει το γράμμα
αυτό που γράφουν τα χαρτιά ο θεός να μην το δώσει.
Μάνα πήραν οι τούρκοι την πόλη
πήραν την Αγιά Σοφιά με εξήντα δυο καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παππάς κάθε παππάς και Διάκος
και στην καμπάνα την τρανή σταυρός μαλαματένιος.

Μεγάλος πόλεμος γένιτι

Μεγάλος πόλεμος που γένιτι μέσα στην Θεσσαλονίκη
ανάμεσα στα γάλατα ρόιδο μου
Πήραν οι τούρκοι τους ρωμιούς πήραν τη Σαλονίκη
πήραν και μια παπαδιά με πέντε νύφες
Όλες οι νύφες περπατούν και όλες  παέν στο δρόμο
μια νύφη δεν περπατεί δεν πάει στο δρόμο
Κι η πεθερά την ρώτησε κι η πεθερά την λέει
γιατί κυρά μου Γιώργαινα δεν περπατάς δεν πας στο δρόμο
Το τι καλό έχω πεθερά να περπατώ να πάω στο δρόμο
άφησα το σπιτάκι μου ρόιδο γεμισμένο
άφησα το  παιδάκι μου στη κούνια που κοιμάται
Ενώ ο πεθερός μου παπάς και διάβαζε τα δώδεκα ευαγγέλια
και ο άντρας μου λέει τον Αη Απόστολο

Του Νταβέλη η μάνα

Μια βλάχα μια παλιόβλαχα η μάνα του Νταβέλη
στο παραθύρι κάθεται στο πόλεμο  γναντεύει
πάψε Νταβέλη μ’ τον πόλεμο πάψε και τα ντουφέκια
να κατακάτσει ο κουρνιαχτός να σηκωθεί η αντάρα
Να μετρηθεί τ’ ασκέρι μας να δούμε πόσοι λείπουν
μετριούντε οι τούρκοι τρις φορές και λείπουν τρις χιλιάδες
μετριούντε τα ελληνόπουλα και λείπουν τρις λεβέντες
Ένας πάει να φέρει νερό και άλλος ψωμί και ο τρίτος ο μικρότερος
πάισε στην αρραβωνιαστικιά του.

Για δες το πυροβολικό

Για δες το πυροβολικό πως πάει αράδα αράδα
μπροστά πηγαίνει ο λοχαγός και πίσω ο επιλοχίας
και ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο πηγαίνουν οι φαντάροι
Και ο λοχαγός εφώναξε και ο λοχαγός φωνάζει
σταθείτε πυροβολητές σταθείτε πυροβολητές
και στείστε τα κανόνια γιατί ο οχτρός πλησίασε
και θα μας κατακάψει

Του Κίτσιου η μάνα

Του Κίτσιου η μάνα κάθονταν 
στην άκρη στο ποτάμι
με το ποτάμι μάλωνε 
με το ποτάμι μαλώνει και το πετροβολάει
Ποτάμι μ’ για λιγόστεψε για στρίψε λίγο πίσω
ποτάμι μ’ για λιγόστεψε για να περάσω αντίπερα
Εκεί είναι οι κλέφτες οι πολλοί
οι κλέφτες οι αρματωμένοι
Εκεί είναι ο γιός μου ο καπετάνιος
βαριά για να πεθάνει

Με πήρε η μέρα κι αυγή Νταβέλη

Μας πήρε η μέρα κι αυγή γεια σου Νταβέλη αρχιληστή
γιε μου μας πήρε το μεσημέρι Λεωνίδα μ’ και Νταβέλη
Σα που θα λημεριάσουμε Νταβέλη μ’ θα μας πιάσουνε γιέ μου
σα που θα γίνει και λημέρι Λεωνίδα μ’ και Νταβέλη μ’
Πέρα σε κείνο του βουνί γεια σου Νταβέλη αρχιληστή
γιε μου στα δέντρα τα μεγάλα Λεωνίδα μ’ και Νταβέλη
Γιε μ’ εκεί θα πάμε όλη καβάλα Λεωνίδα μ’ και Νταβέλη
να φέρει ο βλάχος το ψωμί γεια σου Νταβέλη
κι η βλάχα το χαμπέρι Λεωνίδα μ’ και Νταβέλη

Εσείς βουνά των Γρεβενών (Ζιάκας)


ν-Εσείς βουνά - βουνά του Γρεβενού 
και πεύκα του Mετσόβου, 
λίγο για χα- για χαμηλώσετε.
Λίγο για χαμηλώσετε 
δυο ντουφεκιές του βάθους 
για να φανούν τα Γρεβενά, 
το παινεμένο Σπήλιο, 
πώς πολεμάει Ζιάκας 
με την Tουρκιά. 
Πέφτουν τα τόπια σα βροχή 
κι οι μπόμπες σα χαλάζι, 
κι αυτά τα λιανοντούφεκα 
σα σιγαλή ψιχάλα. 
Bάστα καημένε Θόδωρε, 
βαστάξου στο ντουφέκι, 
μη σε φοβίζουν τίποτε 
τ’ Aβδή πασά τα τόπια. 
Πώς να βαστάξω βρε παιδιά 
και πώς να πολεμήσω, 
ο τζιπχανές εσώθηκε, 
δεν έμεινε ένα βόλι, 
και χίλια γυναικόπαιδα 
κρέμονται στο λαιμό μου 
βάστα καημένε Θόδωρε.

Τράβα αέρα μ’ τράβα

Τράβα αέρα μ’ τράβα σ’ όλα τα ρέματα
για να δροσίσεις τα  παιδιά τον Τζόλκα το λεβέντη
που πέτρα πέτρα περπατεί σε πέτρα σε λιθάρι
γυρεύει να βρει μια πέτρα στραυρωτή
να σταυρωθεί να κάτσει
Να λύσει να δέσει το παιδί
να το ταϊσει γάλα.

Σαράντα παλικάρια κι ένας γέροντας

Σαράντα παλικάρια κι ένας γέροντας
καλησπέρα σου γέροντα καλώς τα τα παιδιά
Που πάτε παλικάρια μου που πάτε ρε παιδιά
πάμε να πατήσουμε την Τρίπολη
Μην πάτε και μεθύσετε
και σας πιάσουν θα σας χαλάσουν
Την ορμήνια του γέροντα την ξέχασαν
πήγαν μέθυσαν και τους έπιασαν
Σαν άκουσε ο γέροντας χαμογέλασε
παίρνει το μονοπάτι και πάει στο χωριό
καλησπέρα σου Μπέη μου καλώς τον γέροντα
Δώσμου τα παλικάρια που ‘χεις στη φυλακή
αν δεν μου τα δώσεις θα κάψω το χωριό.

Που ήσαν περιστερούλα μου


Που ήσαν περιστερούλα μου τόσο καιρό χαμένη
ήμαν στα πλάια που βόσκω στους κάμπους γκιζερούσα
και τώρα το φθινόπωρο κοντά στον Αι – Δημήτρη
πήγα να μάσω κάστανα με τ’ άλλα τα κορίτσια
κλέφτες μας αγνάντευαν με τ’ άλλα τα κορίτσια
Κορίτσια καστανιώτικα
μην είναι οι τούρκοι στο χωριό μην είναι μπουλπασάδες
εμείς παιδιά μ’ δεν ξέρουμε αν είναι κι αν δεν είναι
εμείς την νύχτα φεύγουμε με το φεγγάρι γυρνούμε.

Μαύρα μου χελιδόνια

Μαύρα μου χελιδόνια και άσπρα μου πουλιά
μην είδατε τον Θόδωρο τον Ζιάκα από τα Γρεβενά.
Εμείς εψές τον είδαμε στην άμμο ξαπλωμένο
το Θόδωρο το Ζιάκα από τα Γρεβενά.
Μαύρα πουλιά τον τρώνε και άσπρα τον τριγυρίζουν
τον Θόδωρο το Ζιάκα από τα Γρεβενά.

Τα Τραπεζιάτικα (της τάβλας) 

Πραματευτής εδιάβαινε

Πραματευτής εδιάβαινε από μέσα απ’ την Αυλώνα
σέρνει μουλάρια δώδεκα και μούλες δεκαπέντε
και μια μούλα καλομούλα που περπατεί καβάλα
Τούτα τα λέω εσένα κι αν θέλεις γράψιτα
πάρε χαρτί  και πένα και κάτσε και γράφετα
Στον δρόμο που επάενε στον δρόμο που παένει
η μούλα παραπάτησε και άλλαξε τον δρόμο
που πας μούλα μ’ που πας και άλλαξες τον δρόμο
Εσύ είσαι μωρ’ καημένη που δεν παντρεύεσαι
και με το νου σου λέγεις καλόγρια γένεσαι
εδώ ήταν κλέφτης μια φορά ήταν και αρβανίτης
Τον λόγο δεν απόσωσε και βγήκαν οι κλέφτες από μπροστά
βγήκαν και οι αρβανίτες και ο καπετάνιος φώναξε
και ο καπετάνιος λέει  τι τον βαστάτε ρε παιδιά τον παλιοκαρβουνιάρη
Όλοι χτυπούν με τα ντουφέκια και όλοι με τα κοντάρια
και ο αδερφός ο καρδιακός  χτυπάει με το μαχαίρι
Αχ μάνα καημένη μάνα όταν με γέννησες με πίκρες
και φαρμάκια και δεν με κέρδισες 
Φόντας τον μισοσκότωσε τότε κάθετε και τον ρωτάει
ξένε από πού είναι η αφεντιάς από πού  είναι η κατοικιάς
Η αφεντιά μου είναι απ’ τα Γιάννινα
και η κατοικιά μ’ απ’ την Αυλώνα
Τρία αδερφάκια ήμασταν τα τρία αγαπημένα
ο πρώτος βγήκε στην κλεφτουριά
και ο άλλος παπάδεψε  και γω είμαι ο μικρότερος
τις μούλες αγάπησα ξένε μου
Εσύ είσαι ο αδερφός εσύ και ο καλός μου
και στ’ άλογο τον έβαλε και στον γιατρό τον πάει
Γιατρέ μ’  που γιάτρεψες πολλούς
να γιατρέψεις και τον αδερφό μου
Ο αδερφό σου γιατριά δεν έχει
για πάρτον και σύρτον στο σπίτι
να δει και τα παιδιά του

Της Άρτας το γιοφύρι

Χίλιοι μάστοροι δούλευαν στης Άρτας το γιοφύρι
το γιοφύρι όλη μερούλα δούλευαν το βράδυ το χαλούσε
Πουλάκι πάει και λάλησε στην δεξιά καμάρα
δεν κελαηδούσε σαν πουλί ουδέ σαν χελιδόνι
μον κελαηδούσε και έλεγε με ανθρώπινη κουβέντα
Αν δεν στεριώστε άνθρωπο γιοφύρι δεν στεριώνεται
του πρωτομάστορα τη γυναίκα.                                                      
Καλησπέρα σου γυναίκα μου καλησπέρα σου
καλώς τον άντρα μ’ που ‘ρθει
Γυναίκα μ’  έπεισι η αρραβώνα μου στην καμάρα  μέσα
εγώ θα πάω άντρα μου να την εβγάλω
Εμπρός παιδιά μην σταματάτε αρχίστε για να κτίσετε
πως τρέμει το κορμάκι μου να τρέμει το γιοφύρι
πως τρέχει το βιζάκι μου να τρέχει ο κόσμος όλος
πως σκούζει το παιδάκι μου να σκούζει το ποτάμι

Καλώς ανταμωθήκε οι ντερτηλίδες

Καλώς ανταμωθήκαμε  εμείς οι ντερτιλήδες
σαν τρώγουμε και πίνουμε και σαν τραγουδούμε
κάνα καλό δεν κάνουμε.
Ο κόσμος κάνουν εκκλησιές κάνουν και μοναστήρια
βάζουν μέσα καλογριές και απέξω καλογέρους
βάζουν κι έναν ηγούμενο να τους ξομολογάει


Φίλοι μ' καλώς ορίσατε

Φίλοι μου καλώς ορίσατε  
Ροϊδούλα μ’ Ροϊδούλα μ’
δεν ήρθαμε για φάι για πιεί 
Ροϊδούλα μ’ ούτε κρασί να πιούμε
μάθαμε πως αρρώστησες Ροϊδούλα μ’
κι ήρθαμε να σε δούμε Ροϊδούλα μ’
Σε φέραμε κι αρρωστικό  
να φας και να γηρέψεις
φέραμε μήλο απ’ τη μηλιά 
και κυδώνι απ’ την κυδωνιά
να φας και να γηρέψεις Ροϊδούλα μ’

Παίρνω το ντουφεκάκι μου

Παίρνω το ντουφεκάκι μου κι ας βρέξει κι ας χιονίσει
και πάω να κυνηγήσω 
Ρίχνω σκοτώνω το λαγό σκοτώνω την πέρδικα
κι ας βρέξει κι ας χιονίσει
Και κάλεσα τις όμορφες κι αυτές τις μαυρομάτες
κι ας βρέξει κι ας χιονίσει
Κι όλες κινούσαν κι έρχονταν κι όλες ήρθαν
κι ας βρέξει κι ας χιονίσει
Κι εκείνη που αγαπάω δεν φάνηκε να έρθει
κι ας βρέξει κι ας χιονίσει


Πέντε αδερφάκια είμαστε

Πέντε αδερφάκια είμαστε και τα πέντε αγαπημένα
και στο φλουρί ντυμένα
Τα τέσσερα είναι καρδιακά γιε μ’
κι ο Κώστας ήταν ξένος στα ξεράτια τ’ ο καημένος
Αχ Κώστα μου βγάλε τ’ άρματα
να μην γινούν από αίμα στα ξεράτια τ’ ο καημένος
Αχ Κώστα σ’ ήρθε μια γραφή
να πας να παντρέψεις την αδερφής
Στον δρόμο που πήγαινε ο Κώστας μου εδίψασε
αχ που έσκυψες να πιείς νερό
Κώστα μ’ βγάλε τ’ άρματα να μην γινούν από αίμα
δεν τα βγάζω τ’ άρματα και ας γινούν από αίμα

Από μικρός στη φυλακή

Από μικρός στη φυλακή από μικρός στην πράγκα
πορτοκαλιά εφύτεψα και πορτοκάλια έκανε
κι αρχίνισα να τραγουδώ να κλαίω.
Κυρατσοπούλα μ’ άκουσε από γυάλινο πύργο
ποιος είναι αυτός που τραγουδά ποιος είναι αυτός που κλαίει
να τον ειδούν τα μάτια μου να τον μιλήσουν τα χείλια μου
να τον χαρίσω τη φυλακή να τον χαρίσω την πράγκα
Δεν θέλω εγώ την φυλακή δεν θέλω εγώ την πράγκα
να πάω στο σπιτάκι μου να ‘ρθούν και τα παιδιά μου.
Η συντροφιά με πρόσταξε 

Η συντροφιά με πρόσταξε να πω ένα τραγούδι
το τι τραγούδι να τους πω ν’ αρέσει τους συντρόφους  
δεν ήμαν νιος καμιά φορά δεν ήμαν παλικάρι
που ‘χα τουφέκι μου στραβά

Μας πήραν τα μεσάνυχτα

Μας πήραν τα μεσάνυχτα
καρδιά μου δεν κοιμάται
νυστάξαν τα ματά  μου
καρδιά μου δεν κοιμάται
Ετούτα τα λέω εσένα
και κάτσε άκουστα
πάρε χαρτί και πένα
και κάτσε και γράψε τα
Και αρχίνισα να τραγουδώ
και αρχίνισα να λέω
Μάνα μ’ δεν με πάντρεψες
όταν ήμουν στον καιρό μου
Ελενίτσα μου στα δέκα οκτώ
στα δεκαεννιά μέχρι τα εικοσιένα
μάνα καημένη μάνα
Όταν με γέννησες με πόνο και φαρμάκια
όλες οι συνομήλικες στέλνουν παιδιά στο δάσκαλο
κορίτσια στις δασκάλες
και ‘γω μανούλα μ’ είμαι ανύπαντρη ακόμα

Βασιλικός με μύρισε

Βασιλικός με μύρισε για κοίτα ποιος διαβαίνει
Γιώργος Μήτσος εδιάβενε
στου Μπέη παένει να προσκυνήσει
Καλημέρα σου Μπέη μου καλημέρα τον Γιώργο
πόσα φλουράκια  μίφιρες  και καραγρόσια
χίλια φλουράκια σίφιρα και πεντακόσια γρόσια
Βάλτε τα καζάνια να βράσουνε
 τροχάτε τα μαχαίρια
τον Γιώργο Μήτσο να κόψουμε.

Αφήστε αυτά τα ψέματα

Αφήστε αυτά τα ψέματα να πούμε κι ένα αλήθιο
γουρούνι με σαμάρι και ποντικό με κέρατα
και ψήλο με μουστάκι
Τον ψήλο τον εφόρτωναν σαράντα κολοκύθες
 και στο παζάρι τον πάεναν και στο παζάρι τον παν
Τον ψήλο τον καλίγωναν στη μέση στο παζάρι
κι ο ψήλος χαμοπίδηξε και σκόρπησε το παζάρι.

Τρικαλινή μου πέρδικα

Τρικαλινή μου πέρδικα και Λαρσινή τρυγόνα
σ’ όλο τον κόσμο ήμερη σε μένα στέκεις άγρια
για ρίξε την αγριάδα στη μεριά κι έλα να σε φιλήσω
Τι λες τι λες παιδάκι μου τι λες παλικάρι
εσύ είσαι ένα λολό παιδί
ταχιά θα λογείς και θα το πενέσεις
εγώ πέρδικα φίλησα στα μάτια και στα φρίδια.

 Σε τούτο σπίτι που ‘ρθαμε

Σε τούτο σπίτι που ‘ρθαμε κέρνα μας
κέρνα μας κέρνα μας
σ’ αυτόν τον νοικοκύρη
άντε να κερνάς να καλοπερνάς
Τρεις κοπέλες μας κερνούν
κέρνα μας κέρνα μας
και τρεις με την αράδα
άντε να κερνάς να καλοπερνάς
Η μια κερνάει με το γυαλί
και η άλλη με την κούπα
άντε να περνάς να καλοπερνάς
και η τρίτη με το μαστραπά
άντε να περνάς να καλοπερνάς
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήση
και πεντακόσια εξάμηνα
άντε να περνάς να καλοπερνάς
Για να  ‘ποκτήσει τρία παιδιά
κέρνα μας κέρνα μας
τα τρία αράδα αράδα
άντε να περνάς να καλοπερνάς
Ένας να γένει βασιλιάς
κέρνα μας κέρνα μας
και ο άλλος να παπαδέψει
κέρνα μας κέρνα μας
και ο τρίτος ο μικρότερος
Γραμματικός να γένει
άντε να περνάς να καλοπερνάς.

Στα πράσινα λιβάδια

Στα πράσινα λιβάδια και στα κίτρινα μωρέ Θανάσω μου
εκεί κοιμούνταν δυο αδερφάκια και μια λυγερή
κοιμούνταν κι η Θανάσω μοναχή
και πάνε κλέφτες το βράδυ την έκλεψαν.
Δεν φώναζες αδερφούλα μου να σε βγάλουμε
το πώς να φωνάζω αδερφούλες μου
το πώς να πολοϊθώ.
Μαντήλι είχα στο λαιμό και άλλο από το στόμα
και αυτός ο βλαχοστέργιος κρούει κοντακές.
Περπάτα μωρέ Θανάσω μου θα μας πιάσουν
έφεξε μάνα καημένη μάνα.
Όταν με γέννησες με πόνο με φαρμάκια
και δεν με κέρδισες.

Κίνησαν τα καράβια τα Ζαγοριανά

Κίνησαν τα καράβια τα Ζαγοριανά
κίνησε κι ο καλός μου πάει στην ξενιτιά.
Ούτε γράμμα μου στέλνει ούτε επιλογιά
μου στέλνει ένα μαντήλι με εκατό φλουριά.
Στην άκρη του μαντίλι να και η επιλογιά
θέλεις κόρη μ’ παντρέψου θέλεις καλογριά
εγώ κόρη μ’ παντρεύτηκα πήρα μάγισσα.
Όντα κινώ να έρθω χιόνια και βροχές
όντα γυρνώ ήλιος και ξαστεριά.

Κοράσι ετραγούδησε

Κοράσι ετραγούδησε απάνω στο γιοφύρι
Και το γιοφύρι χάλασε και το ποτάμι στάθηκε.

Διάφορα

Η λουλούδου κι ο μυλωνάς  (για βίντεο ΚΛΙΚ ΕΔΩ)

Φορτώνει τ’ άλογο
σελώνει τον κοκκίνη
Να παι κοντά να παέν μακριά
παέν κοντά στο μύλο.
Καλημερά σου μυλωνά
καλώστην  την λουλούδου.
Ν έχω αράδα μυλωνά
ν’ ρίξω για ν’ αλέσω.
Ρίξε λουλούδου μ κι άλεσε
κι έλα να κοιμηθούμε.
Τι λες παλιότουρκη
κι συ παλιαρβανίτη.
Να φάω σκοτ από τουρκιά
κιλίρα απ΄αρβανίτη.

Δεν ήμαν νιος καμιά φορά (για βίντεο κλικ ΕΔΩ )

Δεν ήμαν νιος καμιά φορά, δεν ήμαν παλικάρι

που γκιζερούσα τα βουνά με τ’ άλογο καβάλα.

Και τώρα ο μαύρος γέρασα, δεν μπορώ να περπατήσω

τα ποδαράκια με πονάν τα γόνατα με σφάζουν

κι αρχίνησα να τραγουδώ κι αρχίνησα να κλαίγω.

Βασιλοπούλα μ’ άκουσε, από γυαλένιο πύργο

ποιος είν’ αυτός που τραγουδεί, ποιος είν αυτός που κλαίει.

Αν είν’ από τη φυλακή, κι αν είναι τη μπράγκα

να τον χαρίσω εννιά χωριά και δέκα βιλαέτια.



Τέτοια μαύρα μάτια δεν είδα πουθενά (για βίντεο  κλικ ΕΔΩ )

Τέτοια μαύρα μάτια δεν είδα πουθενά
έχει στα χείλη βάμα στο μάγουλο ελιά
κι ανάμεσα στα στήθια  χρυσή πορτοκαλιά
κάνεις τα πορτοκάλια και δεν μυρίζονται
τρώνε τα παλικάρια και αντραλίζονται.

Το τραγούδι των Χασιώτισσων

Ισείς μώρε Χασιώτισσις 
κι σεις Χασιωτοπούλις,  
για βαλ'τι, μώρε ζάβαλοι, 
για βαλ'τι τα μαγκούρια,  
για βαλ΄τι τα μαγκούρια σας 
στ' ασημουζούναρά σας.  
Τώρα κλέφτις προυσκύνησαν 
κι γίνηκαν ραγιάδις  
κι ένα μικρό κλιφτόπουλο 
μικρό διαουλημένου  
απαν' στη βρύση κάθιτι 
κι ψιλουτραγουδάει  
Ιγώ ραγίας δεν γίνουμι, 
χαράτσι δεν πληρώνου,  
τουν Τούρκου δεν τουν προυσκυνώ 
δε σκύβου του κεφάλι.

Πήραν τα πόχια της αυλής

Πήραν τα πόχια της αυλής πήραν και σκοτεινιάζουν
και συ λουλούδι μ’ νύχτωσες στο μύλο μην παένεις
γιατί είναι τούρκος μυλωνάς τούρκος παλιοαρβανίτης
Και αυτή δεν αφουκράστηκε τη μάνα και τον πατέρα της
τα λόγια που τη λένε
Παίρνει σελώνει τ’ άλογο φορτώνει τον κοκκίνη
πάνι σιμά πάνι μακριά πάνι στο μύλο
Καλησπέρα σου μυλωνά καλησπέρα σου λουλούδου
είναι ραλίκι μυλωνά να ρίξω για ν’ αλέσω
Ρίξει λουλούδου μ’ κι άλισι και έλα να κοιμηθούμε
τι λες τι λες παλιότουρκε κι εσύ παλιοαρβανίτη
παρά να δω το αίμα μου στη γης να κοκκινιζει
παρά να δω τα μάτια μου να τα φιλά ο τούρκος.

Μάνα μ' τη θυγατέρα σου

Μάνα μ’  τη θυγατέρα σου μάνα μ’ η μοναχιά σου
μάνα μ’  την έλουζες μάνα μ’ την άλλαζες
και στο σχολειό την στέλνεις
Και ο δάσκαλος την βέριαζε με την χρυσή την βέργα
και πίσω γύρισε στην μάνα της παένει
και η μάνα της την έλεγε κι η μάνα της την λέει
Κόρη μου που είναι τα γράμματα
κόρη μου που είναι το χαρτί σου
τα γράμματα είναι στο χαρτί
και ο νους μου περιδιάφκει πέρα στα παιδιά


Πέρα στον πέρα μαχαλά

Πέρα στουν πέρα μαχαλά 
αλεύρι δεν δανείζουν  
τα κουρίτσια τρουϋρίζουν 
ηγούμινους αγάπησι 
τη δόλια την κουμπάρα  
που την επιάνι τρουμάρα 
Απού του χέρι την έπιανι 
κι στου κιλί την πάει  
ποιός ξέρει τι θα την κάμει.


Χρυσή μου τετραμίδα

Χρυσή μου τετραμίδα μου χρυσή μαλαματένια
στον ύπνο που κοιμάσαι συ θα ‘ρθω κι  εγώ να μείνω
στον ύπνο που κοιμάμαι εγώ εσένα δεν σε θέλω
ότι έχω μάνα και αδερφή και μ’ έχουνε στη μέση


Βλαχούλα εροβόλαγε

Βλαχούλα εροβόλησε 
απού ψηλή ραχούλα  
φέρνει τη ρόκα τ'ς γνέθουντα, 
τ'αδράχτι της γιωμάτο  
Φέρνει τη ρόκα  τριαλαλά, 
λελελέ, μπόι, μπόι, μπόι,  
η βλαχοπούλα μου  
Κι ο βλάχος της  τριαλαλά, λελελέ, 
μπόι,μπόι,μπόι,  
η βλαχόπουλα μου. 
τσαφ του φιλί, το λοιπόν δηλαδή  
να σι πω να καταλάβεις 
το γιατί κάτω στο ρέμα  
Ρίνα - Ρινάκι μου   κάτω στο ρέμα στις ιτιές 
πλένουν δυο τρεις μελαχρινές.

Φεγγάρι μου βασίλεψε

Φεγγάρι μου βασίλεψε άστρο κατέβα κάτω
να πάει ο νιός που αγαπεί που έχει με το νου του
Στον δρόμο που πάενε στο δρόμο που παένει
δυο μάγισσες εσταύρωσε μάνα και θυγατέρα
Δική σου κόρη μαγεύουμε δική σου μαυρομάτα
και το μαχαίρι έβγαλε και λιανά λιανά της κάνει


Ποια ήταν αυτή που πέρασε

Ποια ήταν αυτή -λε- ποια ήταν αυτή που πέρασι.  
ποια ήταν αυτή που πέρασι κι δε μας καλημέρισι. 
Ήταν η κόρη του παπά που περπατεί καμαρουτά,  
που περπατεί, που περπατεί σαν άγγελος μι το σπαθί  
που περπατεί καμαρουτα μι τα παπούτσια τα στρουτά.  
Γιατι μαρή, γιατι μαρή, γιατι μας κάνεις το βαρύ 
γιατί μας κάνεις το μεγάλο, αχ -λε- θα πέσω να πεθάνω.

Μωρή κακή γειτόνισσα

Μωρή κακή γειτόνισσα κακή γειτονοπούλα
σίμα σ’ τα περιστέρια σου μην έρθουν στην αυλή μου
με φάγαν τον βασιλικό με ήπιαν  το νερό
με πήρανε το χώμα μου στα νυχοποδαράκια
Εγώ το χώμα το ‘θελα να στήσω μοναστήρι
να βάλω μέσα καλογριές και μέσα καλογέροι
να βάλω κι έναν Ηγούμενο να τις ξομολογάει

Κάτω στα παλιάλωνα

Κάτω στα παλιάλωνα και στα παλιοχώραφα
βράζει ο βλάχος τη ρακί πάει κι η παπαδιά να δει
την δίνουν ένα την δίνουν δυο την δίνουν τρια - τέσσερα
έφτασε στα δεκατέσσερα.


Σύρε γκιζέρα Αριστείδη  μου

Σύρι, γκιζερα, Αριστείδη μου, 
σύρι, γκιζέρα, τζιοβαϊρι μου,  
κι στουν απάνου κόσμου, ν' Αριστείδη μου,  
κι στουν απάνου κόσμου, τζιοβαϊρι μου,  
Κι αν έβρεις άλλην, Αριστείδη μου,  
κι αν έβρεις άλλην, τέτοιαν όμορφη,  
τράβα κι σκότουσέ με, ν' Αριστείδη μου,
τράβα κι σκότουσέ με, τζιοβαϊρι μου. 


Παίρνω το μαντηλάκι

Παίρνω το μαντηλάκι μου τριο διπλό στον ώμο λαφίνα μου
βρίσκω τα ελάφια που βοσκούν τα ελάφια στο λημέρι
Όλα τα ελάφια έβοσκαν και όλα βρυσιολογούντε
και μια λαφίνα δεν βοσκεί και δεν βρυσιολογάτε
Και ο έλαφος την ρώτησε και ο έλαφος τη λέει
γιατί λαφίνα μ’ δεν βοσκείς γιατί δεν βρυσιολογιέσε
Το τι καλό έχω η μαύρη μου για να βρυσιολογούμε
δώδεκα χρόνια έκανα δίχως αλαφομούσκι
Και τώρα στα γεράματα απόκτησα αλαφομούσκι
δεν το ‘μαθα να περπατάει δεν το ‘μαθα να βόσκει
δεν το ‘μαθα να κρύβεται πίσω στα κοντοκλάδια
Και ο κυνηγάρης από μεριά ρίχνει και το σκοτώνει
αφκέτο κυνηγάρη μου γιατί είμαι αυγιά και σκάζω

Το ποιος βαρεί το μάνταλο

Το  ποιος βαρεί το μάνταλο 
το νάνι το νανάκι κι έλα ταχιά ο βράδυ.
έχω τον άντρα μου εδώ το νάνι το νανάκι 
κι έλα ταχιά το βράδυ.
Θα σφάξου την κότα την παρδαλιά 
το νάννι το νανάκι κι έλα ταχιά το βράδυ

Που πας αφέντη μέρμηγκα

Που πας αφέντη μέρμηγκα που πας καμαρωμένος
πάνω στο αμπέλι της γραβιάς πάνω να το ποτίσω
να το βρυσολογήσω
Το τρύγησα το πάτησα γιομώζω τρεις βαρέλες
τρεις όμορφες κοπέλες

Στρουμπούλω

Στρουμπούλω μου στ’ αλώνι σου κι όξω στο περιβόλι σου
κοιμάται νιος κι ανύπαντρος και τη Στρουμπούλω ξέταζε
Στρουμπούλω πούνε η μάνα σου
Η μάνα μου κι αμάν αμάν είναι στην εκκλησία
και πατέρας μου στα μαγαζιά
πατέρας μου κι αμάν αμάν  στα μαγαζιά
και τα αδέρφια μου στην ξενιτιά
κίνα κι έλα μια βραδιά ένα Σαββάτο βράδυ.

Σαράντα πέντε Κυριακές

Σαράντα πέντε Κυριακές γιέ μου και εξήντα δυο Δευτέρες
δεν είδα την αγάπη μου γιέ μου στην εκκλησιά να πάει
ν’ ακούτε εσείς οι όμορφες και εσείς οι μαυρομάτες γιέ μου
το Μάη κρασί μη πίνετε και έξω μη κοιμηθείτε
ζουρλάθηκαν τρία παιδιά γιέ μου και περπατούν τη νύχτα
σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά και κρέας  για τα λιοντάρια
σέρνουν και Μαγιοβότανο γιέ μου
μαγεύουν τα κοράσια με μάγεψαν και μένανε γιέ μου
και περπατώ κοντά τους.

Το μάθατε τι έγινε τούτη την εβδομάδα

Το μάθατε τι έγινε τούτην την εβδομάδα
μια χήρα κακομοίρα έχασε το φουστάνι της
και λέει μωρέ και λέει πως της το πήρα εγώ
Να γκρεμιστώ στα λάχανα να γύρω στα μαρούλια
κι απ’ τα μαρούλια στο χαλβά κι απ’ το χαλβά στη συκιά
Να με πετροβολήσουνε μ’ αυγά καθαρισμένα
και να με κρεμάσουνε στον τύλο απ’ το βαένι 

Στο περιβόλι μπαίνω 

Στο περιβόλι μπαίνω μέσα σε λεμονιές
και σάστισε ο νους μου από τις μυρουδιές
Πάνω κάτω στη βρύση να πιώ κρύο νερό
βρίσκω την Βάϊα πλένει και ψιλοτραγουδεί
Σκύβω να τη φιλήσω και δεν με δέχεται
την τάζω κολονάτα Γιαννιώτικα φλουριά
Δεν θέλω κολονάτα Γιαννιώτικα φλουριά
εγώ θέλω τον καλό μου να παίζω να γελώ

Λεβέντης είμαι μάτια μου

Λεβέντης είμαι μάτια μου λεβέντικα χορεύω
λεβέντικα πατώ στη γη και δεν την κουρνιακτίζω
Ωρέ σαν παίρνω έναν ανήφορο σαν άγριο περιστέρι
και την αγάπη μου σταύρωσα που ‘ρχεται  απ’ τ’ αμπέλι
Φέρνει τα μήλα στην ποδιά τα κίτρα στο μαντήλι
δυο μήλα την εγήρεψα κι αυτή μου δίνει πέντε
Ωρέ δεν θέλω εγώ τα μήλα σου τα σαλοποτισμένα
εγώ θέλω δυο από τον κόλπο σου τα μοσχοβολισμένα.

Στον απάνω πύργο Μάρω κάθεται

Στον απάνω πύργο Μάρω κάθεται
και στον κάτω πύργο Γιάννης κάθεται
ο Γιάννης ο Γιαννάκης ο πλανόγιαννος
που πλανεύει τα κορίτσια και τις όμορφες
Μόνο τη Μάρω δεν πλάνεψε που ‘ταν πονηρή
μωρέ την Κάλιο πήγε να τον ορμηνέψει
Ντύσου γυναικεία ρούχα κοριτσιάτικα
ντύθηκε  ο Γιάννης  κοριτσιάτικα
Μωρέ Μάρω πάμε για νερό
Κάλιο μου δεν έρχομαι φοβούμαι
απ’ τον Γιάννη τον πλανόγιαννο
Μωρέ Μάρω πάμε ίσως δεν έρχεται
μωρέ γελάστηκε η Μάρω
πάϊσε για νερό μωρέ
Στον δρόμο που παένει  κουβεντιάζουνε
μωρέ Μάρω σαν έρθει ο Γιάννης τι θα κάνεις
φέρε μαχαίρια να σφαγώ
Μωρέ Μάρω μ’ εγώ είμαι ο Γιάννης ο πλανόγιαννος
που πλάνεψα τα κορίτσια και τις όμορφες
που πλάνεψα και σένα Μάρω μ’ που ‘σαι πονηρή

 Χαϊδούλα μου τα μαλλάκια σου

Χαϊδούλα μου τα μαλλάκια σου με τι τάχεις βαμμένα
Τα ‘χω με καραμπογιά να σκάζω παλικάρια
Δέκα να σκάζω τη λαμπρή και οκτώ τον Κωνσταντίνο
Κι αυτόν τον Γιάννη τον δυστυχή τον σκάζω δεκαπέντε.

Παράκληση για βροχή

Πιρπιρούνα περπατεί τον θεό παρακαλεί
για να ρίξει μια βροχή μια βροχή μια σιγανή
γεωργός με το τσαπί φτιάχνει αυλάκι να διαβεί
Σύννεφο με τη βροχή
μπάρες μπάρες τα νερά
λίμνες  λίμνες τα κρασιά

Από την πόρτα σου περνώ

Από την πόρτα σου περνώ κι από τον μαχαλά σου
ακούω τραγούδια ακούω βιολιά ακούω χαρές μεγάλες
την κόρη  μου παντρεύουνε με κάλεσαν να πάω
Όλους δωρίζουν άσπρα μαντήλια εμένα  μαύρο
Το πήρα κι έφυγα παραπονεμένος

Αυτά τα μάτια σου Δήμο μου

Ν’ αυτά τα μάτια σου Δήμο μου τα έμορφα
τα σχιζομυγδαλάτα με κάνουν Δήμο κι αρρωστώ
με κάνουν κι αρρωσταίνω
Για σύρε Δήμο μ’ το σπαθάκι σ’ κόψε μου το κεφάλι
και μάσε και το αίμα μου σ’ ένα λιανό μαντήλι
Και σύρτο Δήμο μ’ σε ‘νιά χωριά και δέκα βιλαέτια
κι αν σε ρωτήσουν τι έχεις αυτού το αίμα της αγάπης μου

Ακούτε τι μας λένε οι κακοί γειτόνοι

Ακούτε τι μας λένε οι κακοί γειτόνοι
Πάνε να τον κρεμάσουν στου Πασά τις πόρτες
και στις πορτοπούλες
νάτος νάτος μάνα μ’ έρχεται
που βοσκάει τα γίδια τ’ αρνιά και τα κατσίκια
αϊ   να πάμε στον κρασά να μας κεράσει κρασί
με το δεξί το χέρι και με την κούπα την χρυσή.


Χαρά που έχουν τα πρόβατα

Χαρά που έχουν τα πρόβατα χαρά που έχουν τα γίδια
χαρά που ‘χει κι ένας γαμπρός που έχει τρις κουνιάδες
Η μια τον παίρνει τ’ άλογο κι άλλη το ντουφέκι
και η τρίτη η μικρότερη τον στρώνει το κρεβάτι να κοιμηθούν αντάμα.


Ο  Ήλιος και ο Γιαννάκης

Ο ήλιος και ο Γιαννάκης πολύ στοίχημα βάνουν
στα κεφάλια τους το ποιος θα πάει να μείνει
γρήγορα στη μάνα του.
Ο ήλιος γέρνει ράχες ράχες και βουνά
και ο Γιάννης  χαμουμπδάι τα κοντά κλαδιά
ο ήλιος πάει κι μένει στην μανίτσα του
και ο Γιάννης  απομένει στην ξεροκαμπιά
αι η μάνα του τον λέει τον ορμηνεύει
Στους χίλιους μην παένεις και στους εκατό
δεν ήταν χίλιοι μάνα μ’ δεν ήταν εκατό
μον’  ήταν τρις χιλιάδες κι εγώ μάνα μ’ μοναχός
σάλτε το σπαθάκι μου από το κόψιμο.

Άσπρη κατάσπρη πέρδικα

Άσπρη κατάσπρη πέρδικα εδώ στη γειτονιά μας (δις)
ήρθαν ξένοι παντάξενοι ήρθαν και μας την πήραν (δις)
κι ασχήμυναν τα σπίτια μας κι μόρφηναν τα ξένα (δις)

Δεν τουν  ιθέλω του ντουνιά


Δεν τουν  ιθέλω του ντουνιά τον ψεύτικο τον κόσμο
καημένη Αναστασιά
Δεν φκιάνουν βρύση μεσ’ τα   ιβουνά  δεν φκιάνουν κρύα βρύση
καημένη Αναστασιά
να  ‘ρχουντι οι έμουρφις  να πλέν
να πλεν και να γεμίζουν κοντούλα λεμονιά

Μωρέ  έβγα μάνα μ’ και χούιαξε  

Μωρέ  έβγα μάνα μ’ και χούιαξε στο πέρα παλαθύρι
μωρέ  όσα παιδιά  είν’ ανύπαντρα φέτο να μη παντρετούν
μωρέ φέτος θα γένει ο πόλεμος  θα γένει παλιά τα κρύα
μωρέ θα κλάψουν μάνες για παιδιά γυναίκες για τους άντρες

Ένα παλικαράκι ρούσο μ’ κι όμορφο

Ένα παλικαράκι ρούσο μ’ κι όμορφο Βαγγελίτσα
καβάλα γκιζερούσε κι όλο τραγουδεί Βαγγελίτσα
και με το νου του βάζει να  ‘χα πρόβατα Βαγγελίτσα
να ‘χα κι χίλια  γίδια να ‘μαν  τσέλιγκας  Βαγελίτσα

Μομ μπαίνεις βγαίνεις  Ρούσα

Μομ μπαίνεις βγαίνεις  Ρούσα κοιτάς τα παλικάρια
τα παλικάρια ρούσα μ’ τα καλά παίρνουν καλά κουρίτσια
να ξέρουν ρόκα ρούσα μ’ κι αργαλειό να ξέρουν να υφαίνουν
να υφαίνουν Ρούσα μ’ τα μιταξουτά  να υφαίνουν τα βιλούδα

Να ‘χα κρασάκι να ‘πινα

Να ‘χα κρασάκι να ‘πινα να ‘χα κι αρνί ψημένο
να ‘χα και κόρη έμορφη  να με κερνάει να πιούμι
κι η κόρη λιανοκρύβονταν  οπίσ’  τα κυπαρίσσια
τα κυπαρίσσια ήταν ψηλά και φάνηκε η κόρη
και φάνκει το γιορντάνι της το χρυσοκεντημένο.

Με βλέπετε παιδάκια πως γνέθω

Με βλέπετε παιδάκια μου πως γνέθω
να σας κάνω προίκα αϊ Σουλτάνα μ’
αϊ μπουλτούμ και αϊ να πάμε στον κρασά
στον κρασοπώλη που ‘χει τζάμια και γυαλιά
και προσκέφαλα χρυσά
Να μας κεράσει γλυκό κρασί με το χέρι το δεξί
και την κούπα την χρυσή.

Κρύα μου βρύση πως κρατάς κρύο νερό

Κρύα μου βρύση πως κρατάς κρύο νερό
το βαστώ και τι θα κάνω της αγάπης τον καημό
Πάει ο νιός να φέρ’ νερό
 και του έπεσε το μαντήλι το χρυσοκεντημένο
νυφάδες το κεντούσανε
κορίτσια το τραγουδούσανε.

Αγγέλω κράζει η μάνα σου

Αγγέλω κράζει  η μάνα σου
δεν ξέρω τι σε θέλει
να πας στη βρύση να φέρεις νερό
διψούν τα παλικάρια
Τα παλικάρια και αν διψούν
να παν στη βρύση να πιούν
εγώ θα πάω στο κέντημα
 με τα’ άλλα τα κορίτσια.

Σύρε γκιζέρα Αριστείδη

Σύρε γκιζέρα Αριστείδη μου σ’ όλον τον κόσμο
και αν βρεις σαν εμένα τζιβαέρι μου
ρίξε και σκότωσέ με τζιβαέρι μου
την Κυριακή ρε Αριστείδη μου να παντρευτείς
και την Δευτέρα να χηρέψεις
όσα άστρα Αριστείδη μου
όσα άστρα έχει ο ουρανός
και φύλλα από τα δέντρα Αριστείδη μου
και φύλλα από τα δέντρα τζιβαέρι μου
τόσες φορές να παντρευτείς
και χήρος να πεθάνεις ρε Αριστείδη μου.

Σαββάτο βράδυ κίνησα

Σαββάτο βράδυ κίνησα
να πάω στο παζάρι Κατερινάκι μου
Στο δρόμο που πάενα
χάνομαι αγάπημ χάνομαι
στο δρόμο που παένω Κατερινάκι μου
βρίσκω  ν’ Οβριά  που λούζεται
που βάνει το φκιασίδι Κατερινάκι
Οβριά τι  μάνα σ’ έκανε
και είσαι άσπρη σαν το γάλα
Η μάνα μου ήταν πέρδικα
ο πατέρας μου σαΐνι
και τα παιδιά που έκανε
ήταν όλα σαν περδικούλια
χάνομαι αγάπημ  χάνομαι.

Στον τόπο Γιάννη μ’ το χορό

Στον τόπο Γιάννη μ’ το χορό
έχω δυο λόγια να σου πω
και τρία να ρωτήσω
που φκιάν η πέρδικα φωλιά
με σύρματα και φλουριά
και κάνει εξήντα δυο αυγά
να πάρουμε να τα κλέψουμε
για να τα βάζουμε την Πασχαλιά
το χινόπωρο να τα δίνουμε στους ξένους.


Κάτω στο γιαλό

Κάτω στο γιαλό στην άμμο
τα καβούρια κάνουν γάμο
και η χελώνες πανηγύρι
Με κάλεσαν και μένα
και δεν θέλησα να πάω
και όταν άκουσα τράμπα τρούμπα
τότε κίνησα να πάω
Ο λαγός είχε το βιολί
και η χελώνα τον τάμπουρα
και ο αρίτσιος κάνει τούμπες
και ο τζίτζικας ο τραγουδιστής
λαλάει το κλαρίνο
και ο ασβός λαλάει  τη φλογέρα
πιάστηκα στο χορό χόρεψα και γω.


Στα βουνά ρίχνει χιόνι

Στα βουνά ρίχνει χιόνι
στους κάμπους βροχή
και στης Θοδώρας την αυλή
ρίχνει μαργαριτάρια
Και λιχνούνε δώδεκα
και η Θοδώρα ξεσκιβαλνούσε
και η μάνα της την έλεγε
και η μάνα της την λέει
Φύγε Θοδώρα από τον ήλιο
και από τον κουρνιαχτό
Και γω μάνα μου αγαπώ
τον ήλιο και τον κουρνιαχτό
Τον θέλω και αυτόν
τον πρώτο λιχνιστή
άντρα θέλω να τον κάνω.

Κάτω στην άσπρη ποταμιά 


Κάτω στην άσπρη ποταμιά Βουργάρα μ’ Βουργάρα μ’
κάτω στην άσπρη πέτρα μικρή Βουργαροπούλα
Εκεί διαβαίνει ένας πασάς και ένας βαρής αφέντης
μικρή Βουργαροπούλα
Τον άρεσε ο τόπος μικρή Βουργαροπούλα
βάζουν ζευγάρια δώδεκα Βουργάρα μ’ Βουργάρα μ’
ζευγίτες δεκαπέντε Βουργάρα μ’ μικρή Βουργαροπούλα μ’
Κάνουν και έναν ζερβόμυλο Βουργάρα μ’ Βουργάρα μ’
ν’ αλέθει το πεπέρι Βουργάρα μ’ Βουργαροπούλα μ’
Να πιπερώσουν τα φαγιά Βουργάρα μ’ Βουργάρα μ’
και το πιπέρι που έκανε σαν του λαγού το αίμα
Βουργάρα μ’ μικρή Βουργαροπούλα μ’
Όσες μανίτσες το έφαγαν Βουργάρα μ’ Βουργάρα μ’
παιδιά δεν κάνουν, να τότρωγε κι μάνα μου εμένα  να μην κάνει
Βουργάρα μ’ Βουργάρα μ’
Σαν μ’ έκανε τι μηθηλνι Βουργάρα μ’ Βουργάρα μ’
ξένη με πλένει τα ρούχα μου ξένη και τα καλά μου.

Κάτω στην Αγιά Μαρίνα

Κάτω στην Αγιά Μαρίνα κι ως την Παναγιά
δώδεκα χρονών κοράσι πάϊσε καλογριά
με σταυρό με κομπολόγια πάϊσε στην εκκλησιά
ούτε το σταυρό της κάνει ούτε προσκυνά.
κάθεται στο σταυροδρόμι και κρασί πουλάει.
Πόσο κόρη μ’ το κρασάκι πόσο το ρακί
δυο δίνω στους γερόντους τρία στα παιδιά
σ’ ένα λεβέντη το δίνω μπιχτιαβά (τζάμπα).
Σαν το πάρω και το πιώ και μεθύσω
που θα μείνω εγώ,
σαν το πάρεις και το πιείς και μεθύσεις
πέρνα απ’ το κελί μου.
Να φιλήσεις ν’ αγκαλιάσεις καλογριάς
κορμί τυλιγμένο  μεσ’ το ράσο σαν χλωρό τυρί.

Θανάση μ’ δεν πας στην εκκλησιά

Θανάση μ’ δεν πας στην εκκλησιά δεν πας να κοινωνήσεις.
Εγώ μάνα μ’ κολάστηκα όταν ήμουνα φαντάρος
κόρη πέρασε και την φίλησα την καθαροδευτέρα.

Βλαχούλα ροβόλησε από τα πρόβατά της

Βλαχούλα ροβόλησε από τα πρόβατά της
τραλαλα λαλαλα βλαχοπούλα μου
Και ο βλάχος την καρτέρησε
στην μέση από το δρόμο
τραλαλα λαλαλα βλαχοπούλα μου.
Βλαχούλα μου από που έρχεσαι
και από πούθε κατεβαίνεις
τραλαλα λαλαλα βλαχοπούλα μου.
Από τα πρόβατα μου έρχομαι
στο σπίτι μου παένω
τραλαλα λαλαλα βλαχοπουλα μου.
Πήγα τον άντρα μου ψωμί
και τον τζομπάνο πίττα
τραλαλα λαλαλα βλαχοπούλα μου.
Βλαχοπούλα μ’ φίλημα και μαύρα μάτια
τραλαλα λαλαλα βλαχοπούλα μου
το πώς να δώσω φίλημα
το πώς να δώσω μάτια
τραλαλα λαλαλα βλαχοπουλα μου
Εγώ έχω πεθερό παπά
και άντρα γραμματισμένο
τραλαλα λαλαλα βλαχοπούλα μου.

Μπιζέρησα μωρ’ μάνα

Μπιζέρησα μωρ’ μάνα μου μαντήλια να κεντώ
θα τα παρατήσω θα πάω να παντρευτώ.
Βάστα κόρη μου βάστα και τούτη τη χρονιά
οσπού να γίν’ τα στάρια βαμπάκια και κρασιά.
Θα πάω να σε παντρέψω  μέσα στη Λάρισα
και θα σε δώσω ράφτη να ράβεις τα προικιά.
Δεν θέλω εγώ τον ράφτη να ράβω τα προικιά
εγώ θέλω τον Γιάννη το όμορφο παιδί.
Γιάννης θα λαλάει τα πρόβατα και ‘γω τα κεντίδια.

Ο Γιάννης και η Μαριγώ

Ο Γιάννης και η Μαριγώ σ’ ένα σχολειό πηγαίνουν
ο Γιάννης αγάπησε την Μάρω γυναίκα να την πάρει.
Μάνα μ’ εγώ αγάπησα την Μάρω
γυναίκα θα την πάρω.
Τι λες κουσόχρονε και συ κοψομοιρασμένε
εγώ την έχω ανιψιά και συ πρώτη ξαδέρφη.
Την Μάρω την παντρεύανε και ο Γιάννης αποθαίνει
συμπεθεριό και λείψανο τα δυο ανταμωθήκαν.
Το τι είναι η Μάρω ρώτησα το τι είναι η Μάρω λέει
το τίνος είναι τα λείψανα το πράσινο σιντούκι.
Του Γιάννη είναι το λείψανο το πράσινο σιντούκι.
Βάστα μαρτζέλη  τ’ άλογο για να κατέβω κάτω
να πάω να σπλάχνω του Γιάννη τα λείψανα.
Στου Γιάννη φύτρωσε κυπαρίσσι και στην Μάρω βασιλικό
γυρνάει το κυπαρίσσι και φιλάει τον βασιλικό.
Για δες για δες τα δυο πρώτα ξαδέρφια
δεν φιλήθηκαν ζωντανά φιλήθηκαν πεθαμένα.

Γιάννη μου το μαντήλι

Γιάννη μου το μαντήλι σου τι το ‘χεις λερωμένο
Γιάννη Γιαννάκη μου
Η ξενιτιά το λέρωσε μάνα μ’ μανίτσα μου
σε εννιά ποτάμια το ‘ πλενα μάνα μ’ μανίτσα μου.

Ποιος είδε τέτοιο πόλεμο

Ποιος είδε τέτοιο πόλεμο να πολεμούν τα μάτια, 
δίχως μαχαίρια και σπαθιά να γίνονται κομμάτια. 
Θιαμαίνομαι τον ουρανό πως στέκει δίχως στύλο, 
θιαμαίνομαι τις όμορφες που δεν με πιάνουν φίλο. 
Όλα τα δέντρα της αυγής δροσιά είναι γιομισμένα 
και μένα τα ματάκια μου δάκρυα είναι γιομισμένα.

Στον Άδη τα όργανα βαρούν 

Στον Άδη τ’ άργανα βαρούν, στον Άδη κάνουν γάμο.
Ρήγα υγιός παντρεύεται αρχοντοπούλα παίρνει
κι όλο τον κόσμο τον καλεί, της γης τους ξακουσμένους.
Τον Διγενή δεν κάλεσε, τον πρώτο τον λαζέρη
κι αυτοί καρέζι το ’βαλαν πολύ τους κακοφάνη
και πήγαν τους καρτέρησαν στο τρίχινο γεφύρι.
Πιάνουν της νύφης τ’ άλογο και το γαμπρό ’π’ το χέρι,
σ’χαριάτες πάηναν κι έρχονταν στης πεθεράς το σπίτι.
Τη νύφη απού φέρνουμε βαριά ’ν’ ξαγορασμένη.
Η πεθερά σαν τ’ άκουσε πολύ της κακοφάνη.
Τσαπί και φκυάρι άρπαξε στον κήπο της πααίνει.
Ψάχνει και βρίσκει την οχιά και την μονομερίδα,
πήγε και τα τηγάνισε σ’ αφόρητο τηγάνι.
- Για πάρε, νύφη μ’, μια χαψιά, για πάρε νύφη μ’ δύο.
- Εγώ ’φαγα στη μάνα μου και ήρθα χορτασμένη.
[ Πήρε μονάχα δυο χαψιές και κάηκε η δόλια].
- Νερό, μανούλα μ’, κι έσκασα, νερό και πάει καρδιά μου.
- Το πού νερό, νυφούλα μου, στον άνυδρο τον τόπο;
- Νερό, πατέρα μ’, κι έσκασα, νερό και πάει καρδιά μου.
- Εγώ, νυφούλα μ’, γέρασα τη βρύση δεν τη ξέρω. 
- Νερό, ταιράκι μ’, κι έσκασα, νερό και πάει καρδιά μου.
Το χαλκοστάμνι άρπαξε, στη βρύση για να πάει.
Όσο να πάει και να ρθει τη βρίσκει πεθαμένη.
- Μαστόροι που δουλεύετε και φκιάντε το κιβούρι, 
σκάψτε βαθιά, σκάψτε πλατιά να μπούνε δυο νομάτοι.
Βγάνει το μαχαιράκι του, το μπήγει στην καρδιά του.
- Έχε κι εσύ, μάνα μου, γιο, να ’χω κι εγώ γυναίκα. 


Τα Αϊ - Βασιλιάτικα

  Άγιος Βασίλης έρχιτι Γινάρης ξημηρώνει

Άγιος Βασίλης έρχιτι, Γινάρης ξημηρώνει, 
Βασίλη μ', πούθεν έρχισι κι απ' πούθεν κατεβαίνεις, 
Ιγώ απ' τα ξένα έρχουμι κι στα δικά μου πάου. 
αν έρχισι απ' την ξενιτιά, πες μας κι ένα τραγούδι, 
ιμένα, η μανούλα μ', τραγούδια δε μι μάθι, 
μι έμαθι τα γράμματα κι ψαλουδιές μιγάλις. 
Αν είσι κι γραμματικός, πες μας την Αλφαβήτα. 
στην πατερίτσα  'κούμπησε να πει την Αλφαβήτα 
μα η πατιρίτσα ήταν χλουρή κι απόλυκι κλουνάρια, 
κλουνάρια χρυσουκλώναρα κι αργυρά ειν' τα φύλλα 
κι απάνου στα κλουνάρια τρις περδίκις τραγουδούσαν. 
Δεν ήταν μόνο πέρδικις, ήταν κι πιριστέρια 
κι κατεβαίν' η πέρδικα, να βρέξει το φτερό της 
να βρέξει τον αφέντη μας, να βρέξει την κυρά μας. 
Κυρά χρυσή, κυρά λιγνή, κυρά μαλαματένια. 
σε σένα πρέπ' αρχόντισσα βασίλισα να γίνεις 
κι στο θρονί να κάθισι την ομορφιά να κρίνεις. 
Κυρά μ' όταν στουλίζισι στην εκκλησιά να πάεις βάζεις 
τουν ήλιου πρόσωπο κι του φιγγάρ' αστήθια 
κι τουν καθάριο Αυγερινό, τουν βάζεις δαχτυλίδι. 
Να ζήσει η κυρούλα μας, πάντα τραγούδια νάχει 
πάντα τραγούδια κι χαρές, κι ου θεός μέρις κι χρόνια .....


Μην τα μαλώνεις τα παιδιά Βασίλη μ'

Αι μην τα μαλώνεις τα παιδιά Βασίλημ’  Βασιλάκη μ’
Τα  παιδιά είναι παλαβά σε ρίχνουν και σε σκοτώνουν


Περισσότερα τραγούδια στην κατηγορία Ήθη και Έθιμα (Τα Ρογκατσάρια)  όπου υπάρχουν κάλαντα και τραγούδια της Πρωτοχρονιάς από τα οποία έλεγαν και  τα περισσότερα έλεγαν και τα Χριστούγεννα.-


Τα Χριστουγεννιάτικα 

Χριστούγεννα προυτούγεννα 

Χριστούγεννα προυτούγεννα 
πρώτη γιουρτή του χρόνου  
ευγάτε δέτε μαθητές 
τώρα Χρηστός γεννιέται  
Γεννιέται και βαφτίζεται 
σε ποταμό μεγάλο  
στουν Ιορδάνη ποταμό 
ψηλά στουν Αγι-Αντώνη  
κι τα βουνά ταράζουνταν 
τα δέντρα προυσκυνούσαν  
κι Παναγία έλεγε κι Παναγία λέει  
λάει λάει πρόδρουμη 
Χρηστό για να βαφτίσεις  
Κι τ' χρόνι  κι μ'ένα κόλου χιόνι  


Ένα μικρό μικρούτσικο

Ένα μικρό μικρούτσικο μικρό  στη σαρμανίτσα
τρις Βαϊοπούλες το κουνούν και τρις το κανακεύουν
και μια την άλλη έλεγε και η μια την άλλη λέει
το τι να τ’ αγοράσουμε γεράκια με κουδούνια
Για να τ’ ακούει η μάνα του να χαίρεται η καρδιά της
να τ’ ακούσει ο πατέρας του να χαίρεται η καρδιά του

Στα σπίτια των τσελιγκάδων, έλεγαν το τραγούδι:

Εδώ σε τούτη την αυλή, τη μαρμαροστρωμένη
Εδώ 'χουν χίλια πρόβατα κι δυο χιλιάδες γίδια
Εδώ 'χουν κι τουν πιστικό τουν καγκιλοφριδάτου.
- Βρε πιστικέ, βρε πιστικέ, βρε καγκιλοφριόάτι
του τίνους είν' τα πρόβατα, τον τίνους είν' τα γίδια;
- Τ' αφέντη μας τα πρόβατα, τ' αφέντη μας τα γίδια,
τ' αφέντη μας κι τον μαντρί, μι τον φλουρί πνιγμένου
Εμείς θα τα τραγ'δήσουμι κι ου θεός να τα χιλιάσει
Αν είνι χίλια ικατό να γίνουν τρεις χιλιάδες.
Κι αν είνι τρεις και τέσσερις να γίνουν δικαπέντε.
Σαν τον μελίσσ' να περπατούν σαν τον μελίσσ' να βάζουν
κι σαν τον ζερβουμέλισσο να πάνι να τ' αρμέγουν
κι σαν τ' μαήσια τη βρουχή τόσα καρδάρια γάλα.
Σι τούτα τα σπίτια τα ψηλά τ' ανώγεια τα μιγάλα
εδώ χουν χίλια πρόβατα κι τρεις χιλιάδες γίδια
Αν είνι τρεις και τέσσερις να γίνουν δεκαπέντε
σαν τον μιλίσσι να βοούν σαν τον μιλίσσ' να βάζουν
κι σαν τον ξερβομέλισσο να πάνε για να βόσκουν
Να ζήσι κι ον αφέντης μας στην ξενιτιά να πάει
να πάει να ξινιτεντεί κι πίσου να γυρίσει
να φέρει τα γρόσια στ' άλουγα κι τα φλουριά στις μούλις
να ζήσης πάντα αφέντη μου πάντα τραγούδια νάχεις
πάντα τραγούδια κι χαρές κι ου Θιός μέρις κι χρόνια.

Σε σπίτι με νιόπαντρο ζευγάρι, τραγουδούσαν:

Κρατάει ου δέντρους τη δρουσιά, κρατάει ου νιος την κόρη
στα γόνατα την έπιρνι, στα μάτια τη φιλούσι
στα μάτια, στα ματόφυλλα, στα φύλλα τα γραμμένα.

Σε σπίτι που είχαν παιδί που πήγαινε σχολείο, έλεγαν το εξής τραγούδι:

Αφέντης έχ' ένα παιδί, στον δάσκαλου του στέλνει
κι ου δάσκαλους του καρτιρεί μι τη χρυσή τη βέργα.
Κι αυτό παραπουνέθηκε, πάισι στη μάνα τ' πίσου
κι η μάνα του του δέχτηκι έξου μακριά στη στράτα.
- Πιδί μ' πού είν' τα γράμματα κι αϊπούν' τα πινακίόια;
- Τα γράμματα είν' στον χαρτί κι ου νους μου πάει πέρα
πέρα-πέρα κι αντίπερα, πέρα στις μαυρουμάτις
πόχουν του μάτι σαν ιλιά, του φρύδι σα γαϊτάνι.

Σε σπίτι που έχουν μικρό κορίτσι, έλεγαν το τραγούδι:

- Μωρή κοντή μου τσαπουρνιά, τι στέκεις στουλισμένη;
κι απ' του φλουρί δεν φαίνισι κι απ' το μαργαριτάρι;
- Η μάνα μου μι στόλισι κι στέκου στουλισμένη.
- Αυτού που κοντουστέκισι ου τόπους λουλουδιάζει.
Βγάζει μέλι κι κηρί κι αρχοντικό λουλούδι.
Του μέλι τρων' οι άρχουντις κι του κηρί οι αγίοι
κι του μιλισσουβότανου του παίρνουν οι κυράδες.

Σε σπίτι που είχαν μεγάλο αγόρι για παντρειά, τραγουδούσαν:

Σαν κίνησι ο νιούτσικος να πάει ν' αρραβωνιάσει
σε κείνα τα σπίτια τα ψηλά, σε κείνα τα σαράια
Εκεί ναι μια δασκάλισσα πούχει τρεις θυγατέρις.
Τη μια την κράζουν του Μαίου, την άλλη Δεσποπούλα
την τρίτη τη μικρότερη Θανάσου μαυρουμάτα
αυτήν να πάρ'ς, αγόρι μου, κι ας είναι μαυρουμάτα.

Σε σπίτι που είχαν κορίτσι για παντρειά, τραγουδούσαν:

Σε τούτ' τα σπίτια τα ψηλά, τ' ανώια τα μεγάλα
Εδώ 'χουν κόρη ανύπαντρη, κόρη για αρραβώνα
την τάζουν γιό του βασιλιά, τη δίνουν γιό του Ρήγα.
-Δε θέλου γιό του βασιλιά, δε θέλου γιό του Ρήγα
μόν' θέλου τζιομπανόπουλου να παίζει τη φλουγέρα
να παίζει να λυγίζεται, να βεργοκυματίζει
να σφάζ' αρνί την Πασχαλιά, κριάρ' τουν Αλουνάρη.

Σε σπίτι που είχαν κάποιον στην ξενιτιά, έλεγαν:

Ξενιτεμένο μου πουλί κι παραπουνεμένου
η ξενιτιά σι χαίριτι κι 'γω 'χου τουν καημό σου.
- Τι να σι στείλου, ξένε μου, μακριά στα ξένα πούσι;
Να στείλου μήλου σέπετι, κυδώνι μαραγκιάζει,
σταφύλι ξερογιάζιτι, τραντάφυλλου μαδιέτι,
να στείλου κι βασιλικό, φοβούμι μη στιγνώσι
να στείλου κι του δάκρυ μου σ' ένα χρυσό μαντήλι
του δάκρυ μου είνι καυτερό κι καίει του μαντήλι.

Σε σπίτι που είχαν κάποιο μορφωμένο ή παιδί που σπούδαζε τραγουδούσαν:

Γραμματικός εκάθονταν πάνου σι άσπρη πέτρα
κι έγραφι κι κουντύλιαζι, γράφει κι κουντυλιάζει.
Κι πάει πέρδικα να πιεί νιρό κι έχυσι του μιλάνι
και 'βαψι τα φτερούδια της τα χρυσοκεντημένα.
Σ' εννιά πουτάμια τάπλυνι κι βάψαν τα πουτάμια
σ' εννιά τσαΐρια τ' άπλωσι κι βάψαν τα τσιαΐρια.

Όλα τα παραπάνω τραγούδια κατέληγαν:

Σε τούτ' το σπίτι πούρθαμι, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Ν' ασπρίσει σαν τουν Έλυμπου κι σαν του περιστέρι.
Για βάλι του χιράκι σου στην αργυρή σακούλα
κι αν έχεις γρόσια κέρνα τα, φλουριά μην τα λυπάσι
κι αν έχεις κι μονόγροσια, κέρνα τα παλικάρια
για την υγειά σου τα κερνάς, για τον κινούργιο χρόνου.

Των Φώτων

Σήμερα τα φώτα

Σήμερα τα φώτα και ο φωτισμός
κι αύριο είναι ο Αηγιάννης ο πρόδρομος
Δίνουμαι και δίνουμαι να βαφτίσω το παιδί
στον Ιορδάνη τον ποταμό.

Άγουρος πέτρα πελεκάει


Άγουρος πέτρα πελεκάει με το ένα του το χέρι
κόρη ξανθή πέρασε και τον καλημέρησε.
Αγόρι μου πούνε το χέρι σου και πελεκάς με το ένα
Κόρη ξανθή εφίλησα και μούκοψαν το χέρι
ας την φιλούσα ακόμα μια φορά
και ας μ’ έκοβαν και τ’ άλλο.


Της Σαρακοστής (Σαρακοστιανό)

Κόκοτας ελάλησε ψηλά στον αχυρώνα

Κόκοτας ελάλησε ψηλά στον αχυρώνα
ακούτε εσείς οι Χριστιανοί και οι λαδοβαφτισμένοι
ήρθε η μεγάλη Σαρακοστή και η Καθαρή Δευτέρα.
Πάνουν οι γριές για λάχανα και οι νιές για τσουκνίδια
και τα μικρά κορτσόπουλα πάνουν για ζαχαράκια.


Αγίων

Για τον Άγιο Γεώργιο

Δυο άγιοι μάλωναν Αι-Γιώργης και Αι-Δημήτρης
Αι-Γιώργη Αι-Γιώργη Βούργαρε και σκοποφαμελίτη
εγώ μαζώνω φαμελιές και συ με τις σκορπάς
εγώ σμαζώνω πρόβατα και συ με τα σκορπάς
Αι-Γιώργη  Αι-Γιώργη εγώ μαζώνω άλογα και συ με τα σκορπάς

Για την Αγία Τριάδα

Πανηγύρι γίνεται μπροστά στην Αγιά Τριάδα
Σουλτάνα μου Σουλτάνα μου
το πανηγύρι ήταν πολύ και ο τόπος ήταν λίγος
Σουλτάνα βιργινάδα
Ένα πουλί μας έρχεται από τον κάτω κόσμο
Σουλτάνα βιργινάδα
και κι που πάει και στάθηκε μπροστά στην Αγιά Τριάδα
Τρέχουν μανίτσες το ρωτούν γυναίκες το ξετάζουν
Σουλτάνα βιργινάδα
Το τι καλό μας έφερες πουλάκι μ’ από τον κάτω κόσμο
Σουλτάνα βιργινάδα
το τι καλό γυρεύετε  από τον κάτω κόσμο
Βιργινάδα εκεί χορός δεν γένιτι ούτε και πανηγύρι
Εκεί είναι ένας κατακλυσμός και ένα βαρύ σκοτάδι
και έβαλα το σώμα μου και έβγαλα κοκκαλάκια

Του καλοκαιριού (θέρος κ.λ.π.)


Ο καυγάς στη Βόίβοτα

Ένας καυγάς που γέννιτι στης Βοϊβοτας τ’ αλώνι
θερίζει ο Γιάννης μοναχός και βαριαναστενάζει
Τι έχεις Γιάννη μ’ και όλο κλαίς και βαριοαναστενάζεις
παρά μικρός παντρεύτηκα πήρα μικρή γυναίκα
Δεν ήξερε το ζύμωμα δεν ήξερε τη ρόκα
και τώρα με παράτησε σαν καλαμιά στον κάμπο

Έγειρε ο ήλιος

Έγειρε ο ήλιος έγειρε πίσω στα λιβαδίτσια
και γω κόρη μ’ σε διάλεγα μεσ’ απ’ όλα τα κορίτσια
Να σίξερνα λεβέντη μου πως αγαπάς εμένα
να γίνω γης να με πατείς γιοφύρι να περάσω
να γίνω ασημόκουπανα πίνεις το κρασάκι
Εσύ να πίνεις το κρασί και γω να λάμπω μέσα
πως λάμπει το  γιορντάνι μου τριγύρω στο λαιμό μου

Όταν ήμουν παλικάρι

Όταν ήμαν παλικάρι και στα νιάτα μου είχα τ’ άλογό μου
σιδηρόψαρο ήταν και στον καιρό του πενταητικό
στα μάρμαρα πατούσε κι έβγαζε νερό
στα σίδερα πατούσε κι έβγαζε φωτιά
στον τόπο που πατούσε δεν κορνιάχτιζε.

Το τραγούδι του θέρου

Ν' όλην τη νύχτα θέριζα 
μ' ενα ψιλό τραγούδι  
κι ξύπνησα ιννιά χουριά 
κι δέκα βιλαέτια,  
κι ξύπνησα μια καλόγρια 
'που μέσα π' του κιλί της.  
Ρίχνει του στρώμα σι μιριά 
κι παίρνει του κουμπολόι,  
κι αρχίνησι να τραγουδά 
κι αρχίνησι να λέει:  
Σύρτι χαρτιά μου στου κάλο, 
βαγγέλια στα ουράνια  
ιγώ θα' πα να παντριφτώ 
να πάρου παλληκάρι

Μικρή Βουλγάρα θέριζε


Μικρή Βουλγάρα θέριζε 
σ ένα κοντό κριθάρι. 
Και στο δεμάτι ακούμπησε 
να κάνει το παιδί της. 
Και στην ποδιά το τύλιξε 
να πάει να το πινίξει. 
Κι ένα πουλί αγνάντευε 
από ψηλή ραχούλα. 
 "Που πας Βουλγάρα το παιδί;" 
 "Πάω να το πινίξω" 
"Εγώ έχω δεκαοχτώ παιδιά, 
κανένα δεν πινίγω".


Της  ξενιτιάς

Ο Ξένος (Γλυκοχαράζουν τα βουνά)

Γλυκοχαράζουν τα βουνά
Κι οι έμορφες κοιμούνται
Και τα καημένα τα παιδιά
Στα ξένα τυραννιούνται
Τα τρώει η λέρα το κορμί
Και το λουρί τη μέση
Ξένες πλένουν τα ρούχα του
Ξένες και τα λερά του
Τα πλένουν μια τα πλένουν δυο
Τα πλένουν τρεις και πέντε
Από τις πέντε κι ύστερα
Τα ρίχνουν στο σοκάκι.
Πάρε ξένε μ’ τα ρούχα σου
Πάρε και τα λερά σου
Σύρε ξένε μ’ στον τόπο σου
Σύρε στην κονομιά σου.

Τι να τον κάνω τον ντουνιά

Άχ τι να τον κά, τι να τον κάνω τον ντουνιά 
άχ τον έρημο τον κόσμο, καημένη Αναστασιά 
άχ τον έρημο τον κόσμο, εσύ είσαι κι άλλη καμιά. 
Άχ θα φύγω μά- θα φύγω μάνα μ' μακριά, 
άχ θα πάω μακριά στα ξένα, καημένη Αναστασιά 
άχ θα πάω μακριά στα ξένα, μανούλα μου γλυκιά. 
 Άχ θα κάνεις χρό- θα κάνεις χρόνους να με δεις 
άχ καιρούς να μ' ανταμώσεις, καημένη Αναστασιά 
άχ μήνους να μ' ανταμώσεις, εσύ είσαι κι άλλη καμιά. 
 Αχ θ'αφήσω φι, θ'αφήσω φίλους συγγενείς. 
αχ και μια καρδια να κλαίει, καημένη Αναστασιά, 
αχ και μια καρδια να κλαίει κοντούλα λεμονιά

Όρε βαρέθηκα, μαύρος, την ξενιτιά

Όρε βαρέθηκα, μαύρος, την ξενιτιά, 
νιάτα καημένα νιάτα μου 
γιε μ' βαρέθηκα τα ξένα, 
νιάτα μου και λεβεντιά μου. 
Όρε στα χάνια ξεπεζεύομαι, 
όρε νιάτα καημένα νια- βρε νιάτα μου 
γιε μ' στα χάνια τρώω και πίνω, 
όρε νιάτα μου και λεβεντιά μου. 
Όρε νιάτα μου και λεβεντιά μου, 
όρε δε σας γλέντησε η καρδιά μου 
όρε νιάτα μου χαριτωμένα, 
όρε πο 'βαλα σεβντά για σένα 
όρε για τε σένα για τε σένα, 
πάνω κι έρχομαι στα ξένα 
όρε για τε σένα παίζουν τούτα, 
τα βιολιά και τα λαγούτα.


Τα  Μαγιάτικα (Μαΐου) 


Τώρα Μάης τώρα δροσιά

Τώρα Μάης  τώρα δροσιά τώρα το καλοκαίρι
τώρα και ξένος βόλιασε να πάει στα δικά του
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο νύχτα το καλιγώνει
βάνει ασημένια πέταλα καρφιά μαλαματένια
Κι εκεί που πάει και στάθηκε τρεις όμορφες κοπέλες
η μια τον παίρνει τ’  άλογο κι η άλλη το ντουφέκι
η Τρίτη η μικρότερη τον στρώνει το κρεβάτι
Η μια  κερνάει με το γυαλί η άλλη με την κούπα
και η Τρίτη η μικρότερη με μαστραπά.

Θέλτε δέντρα ανοίξετε

Θέλτε δέντρα μου ανοίξετε θέλτε και μαραθείτε
στον ίσκιο σας δεν κάθομαι κι ούτε λημέρι δεν κάνω
εγώ καρτερώ την άνοιξη τ’ όμορφο καλοκαίρι
ν' ανοίξει ο γάβρος κι οξιά να σκιόσουν τα λημέρια
να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά να βγουν  τα βλαχοπούλια
να βγουν και τα βλαχόπουλα λαλώντας τη φλογέρα

Άνοιξαν τα δέντρα Βάϊο

Άνοιξαν τα δέντρα όλα Βάϊο μωρέ Βάϊο
άνοιξε και ο μπαξές μου και πρασίνισε
στέφτηκα μες στον μπαξέ μου να σεργιανίσω
κυρά Αναγνώσταινα βρίσκω κόρη που κοιμάται
Που μεσημέριαζε Βάϊο μωρέ Βάϊο
με τον μαχραμα σκεπασμένη κυρά Αναγνώσταινα
έσκυψα να την φιλήσω δεν μ’ αδέχεται
Βάϊο μωρέ Βάϊο πούσαν ξένε το χειμώνα όταν κρύωνα
Βάϊο μ’ Βάϊο μ’ και ήρθες το καλοκαίρι
που ζεσταίνομαι Κυρά Αναγνώσταινα


Τα Νανουρίσματα

Έλα ύπνε πάρε το

Έλα ύπνε πάρε  το  
όπου θ’ελεις πήγαινε το  
σύρτο μέσα στους μπαξέδες  
για να κόβει μενεξέδες  
και τριαντάφυλλα κλειστά  
που μυρίζουν τα παιδιά.  
Νάνι-νάνι, νάνι-νάνι  
Όπου το πονάει να γιάννει  

Σημείωση: Τα παρακάτω νανουρίσματα είναι από το βιβλίο του αξιόλογου Λαογράφου από τη Δεσκάτη  Κώστα Σπανού.

Νάνι, νάνι, νάνι του

Νάνι, νάνι, νάνι του
και καλά κρατάτε το.
Παραθύρια μη βροντάτε
χελιδόνια μη λαλάτε.
Το παιδούλι μου κοιμάται
χελιδόνια μη λαλάτε.


Πάρτε το, μωρέ κορίτσια

Πάρτε το, μωρέ κορίτσια,
σύρτε το πέρα στα ίτσια
και στου Μάη τα λουλουδίτσια,
να του δώσ’ ο Μάης λουλούδια
κι ο περιβολάρης καλούδια..


Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι

Νάνι, νάνι, νάνι, νάνι,
κι όπου του πονεί να γιάνει.


Νάνι, νάνι το μικρό μου

Νάνι, νάνι το μικρό μου,
νάνι, νάνι το μωρό μου.
΄Ελα ύπνε, ύπνωσέ το
και καλά αποκοίμησέ το.
Πάρ’ το, σύρ’ το στα λουλούδια
να κοιμάται με τ’ αρνούλια..


Νάνι, νάνι, νάνι του

Νάνι, νάνι, νάνι του,
ώσπου να ’ρθ’ η μάνα του
κι ο μπαμπάς απ’ το μαντρί
να του φέρει κατιτί,
καραμέλες στο χαρτί.

Νάνι, νάνι, νάνι του

Νάνι, νάνι, νάνι του
ώσπου να ’ρθ’ η μάνα του
απ’ τον Δαφνοπόταμο
κι από την κρυόβρυση,
να του φέρει λούλουδα,
λούλουδα τριαντάφυλλα
και μοσχογαρίφαλα.


Τάμπουρ, τούμπουρ, τουμπουρλές

Τάμπουρ, τούμπουρ, τουμπουρλές
να ’ταν και ταχιά γιορτές
και μεθαύριο Πασχαλιές
να χορεύουμε το μπούλη (ή τη μπούλα).


Τα παιδάκια τα καλά

Τα παιδάκια τα καλά
πέντε δέκα στον παρά.
Τ’ άλλα τα κατώτερα
μια κουπάνα πίτυρα.

Τα κορίτσια τα καλά

Τα κορίτσια τα καλά
πέντε δέκα στον παρά
και τα δίνουν για προικιά
ένα κόσκινο κουκιά.


Το παιδί μας το μικρό

Το παιδί μας το μικρό
χάλνα το και φκιάσ’ το δυο.
Τάμπουρ, τούμπουρ πέστε το
να τρανέψει γλήγορα
να βοηθάει τη μάνα του,
να τρυπάει τα κόσκινα
και τα παλιοπύκναδα.


Έχουμε εμείς κορίτσι

Έχουμε εμείς κορίτσι
έχ’ κι ο βασιλιάς παιδί   
θα τ’ αρραβωνιάσουμε
για να συμπεθεριάσουμε.


Έχουμε εμείς κορίτσι

Έχουμε εμείς κορίτσι,
έχ’ κι ο βασιλιάς παιδί.
Να τ’ αρραβωνιάσουμε
πάλι δεν ταιριάζουμε.
Έχει πόρτες χαμηλές,
καβαλάρη δεν χωράει.


Του παιδάκι μου το γάμο

Του παιδάκι μου το γάμο
το χειμώνα δεν τον κάνω.
Θα τον κάνουμε την άνοιξη
που ’ρχονται τ’ αρνιά ’π’ τον κάμπο,
τα κατσίκια ’π’ το πουρνάρι
τα γουρούνια ’π’ το βαλάνι.
Σύρε μπαμπά και μάστα ούλα
να παντρέψουμε το μπούλη.


Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα

Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα,
τρεις βαϊοπούλες το κουνούν και τρεις το κανακεύουν
κι η μια την άλλη έλεγε κι η μια την άλλη λέει:
-Το τι να τ’ αγοράσουμε;
- Κουδούνια από γεράκια,
για να τ’ ακούει η μάνα του, να χαίρετ’ η καρδιά της,
για να τ’ ακούει ο πατέρας του, να χαίρετ’ η ψυχή του.


Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα

Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα,
τρεις βαϊοπούλες το κουνούν κι οι τρεις αράδ’- αράδα.
Η μια την άλλη έλεγε, η μια την άλλη λέει:
-Άντε μας, να του δώσουμε κουμπί και δαχτυλίδι,
όσο να ρθει η μάνα του με δυο καρδάρια γάλα,
με δυο, με τρία, με τέσσερα, μ’ ένα ζυγό παιγνίδια.

Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα

Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα,
μικρή ’ταν η κουνίτσα του κι αργυρή η φασκιά του
και το βυζί που βύζαινε όλο μαργαριτάρι.
Κι η μάνα του παρακαλεί μπροστά μεριά στην πόρτα.
-Θε μου, να γίνει κόκκινο, Θε μου, να γίνει άσπρο,
άσπρο σαν το τριαντάφυλλο, κόκκινο σαν το μήλο.
-Μάνα μ’, να το περιχαρείς, πολύ να το κερδέσεις,
χορέψεις και στο γάμο του με δυο, με τρία μαντίλια,
με δυο, με τρία, με τέσσερα, με μια ζυγιά νταούλια.


Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα

Ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό στη σαρμανίτσα,
όταν το κάν’ η μάνα του με πόνους και με δάκρυα,
κι αυτή στη θύρα στέκονταν, το Θιο παρακαλούσε:
-Θεέ μου, ρίξε μάλαμα, Θεέ μου, ρίξε ασήμι.
Και πήγε ο Θιος και έριξε καθάριο δαχτυλίδι.
Το δαχτυλίδι πέρασε και πήγε πέρα-πέρα.
Πέρα, κορούλα μου ξανθή, πέρα στις μαυρομάτες
που έχουν το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι. 


Η μάνα που έχει έναν γιο, υγιό και χαϊδεμένο

Η μάνα που έχει έναν γιο, υγιό και χαϊδεμένο,
τον έλουζε, τον χτένιζε, στο δάσκαλο τον στέλνει
κι ο δάσκαλος τον έδερνε με τη χρυσή του βέργα.   
-Παιδί μου, μάθε γράμματα, παιδί μου βάλε γνώση.
Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους σου πέρα-πέρα,
πέρα σ’ εκείνες τις όμορφες, πέρα στις μαυρομάτες,
που έχουν το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι.


Μάνα μ’, τη θυγατέρα σου, μάνα μ’ την μοναχή σου

Μάνα μ’, τη θυγατέρα σου, μάνα μ’ την μοναχή σου,
την έλουζες, τη χτένιζες, στα σύννεφα την κρύβεις
και σκόρπισαν τα σύννεφα και φάνηκε η κόρη
και φάνηκαν τα σγουρά μαλλιά, τ’ αρχοντικά πλεξίδια.
Πραματευτής εδιάβαινε, πέφτει για να πεθάνει.
-Σήκω, σήκω, πραματευτή, γαμπρό για να σε κάνω,
γαμπρό στη θυγατέρα μου, γαμπρό στη μοναχή μου.


Την είδε ο ήλος κι έλαμπε και το φεγγάρι εχάθη,

 «την είδε ο ήλος κι έλαμπε και το φεγγάρι εχάθη,
την  είδε κι ο πραματευτής κι έπεσε να πεθάνει»,

Την είδε ο Θιός, την είδε η γη, την είδε ο κόσμος όλος

«την είδε ο Θιός, την είδε η γη, την είδε ο κόσμος όλος,
την  είδε κι ο πραματευτής κι έπεσε να πεθάνει».


Ένα μικρό, μικρούτσικο, του βασιλιά τ’ αγγόνι

Ένα μικρό, μικρούτσικο, του βασιλιά τ’ αγγόνι,
τριγύρω γύρω έφερνε, βασιλικό μαζεύει.
Βασιλικό κι αμάραντο και μοσχοκαραφύλλη.
Δίνει χεριά στη μάνα του, χεριά στην αδερφή του,
χεριά κρατεί στον κόρφο του για να ’χει να μυρίζει.


Ένα μικρό, μικρούτσικο, του βασιλιά τ’ αγγόνι

Ένα μικρό, μικρούτσικο, του βασιλιά τ’ αγγόνι,
σιμά σ’ αφέντη κάθεται, σιμά σε φλαμπουράκι
και στο σπαθάκι ακούμπησε, τρεις μήνες λογαριάζει.
Τρεις μήνες, τρία ’ξάμηνα, τρία καλοκαιράκια.
-Απρίλη, Απρίλη δροσερέ, Μάη καταδροσάτε,
όλο τον κόσμο δρόσισες στα άνθη, στο λουλούδι
και μένα με παράτησες σε μια παρδαλομάτα.


Ένα μικρό, μικρούτσικο, σαββατογεννημένο

Ένα μικρό, μικρούτσικο, σαββατογεννημένο,
Σαββάτο αργά γεννήθηκε, την Κυριακή όλη μέρα.
Το βράδι το βάζουν κόκκινα και το πρωί γαλάζια
και τη Δευτέρα της Πασχαλιάς του νούνου τα καλούδια.

Τα Μοιρολόγια

Γιοφύρι είχα στη θάλασσα

Γιοφύρι είχα στη θάλασσα και σκάλα μεσ’ τ’ αλώνι
ανέβαινα κατέβαινα τον χάρο χαιρετούσα
Δείξι μι χάρε δείξι μι το πότε θα πεθάνω
έχεις άλογο καλό περπάτα καβαλάρης
έχεις ρούχα φόρατα φλουριά χατίρεψέ τα
έχεις  καλή γυναίκα  περπάτα πανηγύρια


Ελάτε εδώ παιδάκια μου

Ελάτε εδώ παιδάκια μου ελάτε εδώ στο προσκέφαλο
κάτι να σας πω παιδάκια μου κάτι να σας μολογήσω
Εγώ θα φύγω παιδάκια μου θα κάνω τριάντα χρόνια να ‘ρθω
αν δεν ‘ρθω στα τριάντα στα τριάντα πέντε ίσως έρχομαι

Ανάθεμα ποιος το  ‘λεγε τα’ αδέρφια δεν πονιούντε

Ανάθεμα ποιος το ‘λεγε τ’ αδέρφια δεν πονιούντε
τ’ αδέρφια σχίζουν τα βουνά κι αδερφές τους κάμπους
κι η μάνα σχίζει θάλασσα οσού να τ’ ανταμώσει
Εκεί που πάει τ’ αντάμωσε σ’ ένα ξερό ποτάμι
κι από τα δάκρυα τα πολλά κι από τα μοιρολόγια
η σαλαμπριά κατέβασε με ήλιο με φεγγάρι
Φέρνει δέντρα φέρνει κλαδιά φέρνει δέντρα ξεριζωμένα
φέρνει και μια γλυκομηλιά με μήλα φορτωμένη
Και πάνω στα κλωνάρια της δυο αδέρφια αγκαλισμένα
και ο ένας τον άλλο έλεγε τσακώς καλά αδερφούλι μου
να μη χωριστούμε μέχρι να φύγει η σαλαμπριά.

Νύχτωσε παιδιά μ’ και σήμερα

Νύχτωσε παιδιά μ’ και σήμερα πάισε και τούτη μέρα  
σύρτε παιδιά μου για ψωμί να φάμε βράδυ
και πάρτε δυο πρόβατα και δυο παχιά κριάρια
Περάστε κι από το Άγιο Μοναστήρι και πάρτε παλιό κρασί
να πλύνω τα λαβώματα που είμαι λαβωμένος
πικρό παιδιά μ’ το λάβωμα φαρμάκι το μολύβι
Παιδιά μου σας παρακαλώ και σας φιλώ το χέρι
για πάρτε με και σύρτε με ψηλά στον Αϊ-θανάση
να ‘χω τα δέντρα συντροφιά και τα πουλιά παρέα
και φτιάξτε με το παράθυρο κατάματα στον ήλιο
Να  βγαίνει ο ήλιος το πρωί να ‘ρχονται οι ακτίνες μέσα
για να περνούν και τα παιδιά μ’ να λένε καλημέρα
Πως είσαι πατέρα μ’ πως περνάς πως είσαι στον κάτω κόσμο
όταν περνάτε και σας θυμούμαι η καρδιά μ’ αναστενάζει

Μηλίτσα που ‘σουν στο γκρεμό

Μηλίτσα που ‘σουν στο γκρεμό με μήλα φορτωμένη
τα μήλα σου λιμπίστηκα και μπήκα να τα πάρω
και τον γκρεμό σου φοβάμαι
σαν τον φοβάσαι το γκρεμό έλα από το μονοπάτι
το μονοπάτι ήταν παλιό το μνήμα ήταν καινούργιο
δεν το  είδα και τον πάτησα ανάμεσα στα μάτια
Ψιλή φωνή ακούστηκε από τον κάτω κόσμο
ποιος είναι αυτός που μη πατεί ανάμεσα στα μάτια
αν είναι νιος να χαίρεται και γέρος  χρόνος να μην τον εύρη.

Βαλαντωμένη μου καρδιά

Βαλαντωμένη μου καρδιά και πικραμένα χείλια
φορές με κάντε και γελώ φορές με κάντε και κλαίω
και ‘γω σας λέω δεν μπορώ και σεις με λέτε σήκω
για πιάστε με το χέρι μου και βάλτε με να κάτσω
και δώστε μου τον τάμπουρα για να σας πω τραγούδια απ’ τη ζωή μου
Εγώ έχω ντέρτια στην καρδιά φαρμάκι έχω στα χείλια
δεν έχω κάναν να τα πω να κλάψω το παράπονό μου
δεν έχω μάνα κι αδερφή να κλάψω το παράπονό μου
για να το πω στη γειτονιά το ακούει ο κόσμος όλος.


Μάνα και γιος εκείτονταν

Μάνα και γιος εκείτονταν σε ένα  προσκεφαλάκι
μάνα κρατούσε το κερί και ο γιος της ξεψυχάει
Μην κλαις μάνα μ’ την νύφη σου την δόλια νυφαδιά σου
να κλαις μάνα μ’ τα νιάτα μου να κλαις τη λεβεντιά μου
η νυφαδιά σου θα παντρευτεί κι άλλον άντρα θα πάρει
θα παίξει θα γελάσει και θα τραγουδήσει
Εγώ μάνα μ’ δεν φαίνομαι πάνω σε τούτο τον κόσμο
θα κάνω την μαύρη γη πεθερά την  άσπρη  πέτρα γυναίκα.

Μάνα μου γλυκιά μου μάνα

Μάνα μου γλυκιά μου μάνα
πότε μαλώσαμε αντάμα.
Μη με διώχνεις τόσο αλάργα
εγώ τα ξένα δεν τα ξέρω
και τον κόσμο δεν γνωρίζω.
Μάνα μου σαν αρρωστήσω
πια μανούλα θα ζητήσω.
Να ζητήσω την κουνιάδα μου,
την καινούργια συννυφάδα.
Κόρη μου γλυκιά μου κόρη
να τιμήσεις την πεθερά σου
να τηρήσει στην αρρωστιά σου
να τιμήσεις τον πεθερό σου
να σε φέρει το γιατρό σου.
Όταν έρθεις να με δεις
Μάνα μου γλυκιά μου μάνα
θα με βρεις σαβανωμένη
μεσ’ την γης παραχωμένη
Έλα πάρε τα προικιά μου
μοίραστα στην γειτονιά μου
και αν σου πουν τι τα μοιράζεις
να τους πεις να σχορνιέται
η Γιαννούλα η μονοθυγατέρα.

Δεν ακούς πατέρα μου

Δεν ακούς πατέρα μου σε φωνάζ’ η μάνα μου
τι με θέλει η μάνα σου
εγώ φαί την έκανα τον καφέ της τον έκανα
Δεν ακούς πατέρα μου σε φωνάζ’ η μάνα
τι με θέλει η μάνα σου
εγώ τα ρούχα της τα έπλενα και στην αυλή της τ’ άπλωσα.
Δεν ακούς πατέρα μου σε φωνάζουν τα παιδιά
τι με θέλουν τα παιδιά
εγώ τα παιδιά τα πάντρεψα και τα σπιτονοικοκύρεψα.
Δεν ακούς πατέρα μου σε φωνάζουν τα εγγόνια σου
τι με θέλουν τα εγγόνια μου εγώ τα εγγόνια μ’ τα μεγάλωσα.


Ξενιτεμένο μου πουλί

Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο
η ξενιτιά σε χαίρεται και εγώ έχω τον καημό μου.
Τι να σε στείλω ξένε μου εκεί στα ξένα που ‘σαι
σε στέλνω μήλο σέβεται κυδώνι μαραγκιάζει
σε στέλνω και το δάκρυ μου σ’ ένα λιανό μαντήλι.
Το δάκρυ μου ήταν καφτερό και έκαψε το μαντήλι
εννιά ποτάμια το πέρασα δεν μπόρεσα να το σβήσω
να φτάσει αυτού που είσαι.

Ελάτε εδώ παιδάκια

Ελάτε εδώ παιδάκια στο προσκέφαλό μου
ελάτε εδώ εγγονάκια μου στο προσκέφαλό μου
κάτι να σας πω παιδάκια κάτι να σας μολογήσω.
Εγώ θα φύγω μωρέ παιδάκια μου θα ξενιτευτώ
θα κάνω τριάντα χρόνια για να ‘ρθω
τώρα σε κάμποση πολύ χωρισμός θα γένει.
Θα χωρίσω από τα παιδιά και από τα εγγόνια μου
και θα πάω μακριά στα ξένα.
Θα κάνω τριάντα χρόνια για να ‘ρθω
και αν δεν ‘ρθω στα τριάντα
στα τριάντα πέντε Ίσως και έρχομαι
βάλτε μαντήλι μαύρο ρε παιδιά μου ίσως και έρχομαι.

Μωρέ μανίτσα μου

Μωρέ μανίτσα μου σε κλαίνε τα βουνά
σε κλαίνε και τα δέντρα.
Γιατί με κλαίνε τα βουνά
γιατί με κλαίνε τα δέντρα.
Εμένα με κλαίνε τα παιδιά
με πόνο με φαρμάκι
εμένα με κλαίνε και οι νύφες μου
με πόνο με φαρμάκι μωρέ παιδάκι μου

Βαλαντωμένη μου καρδιά


Βαλαντωμένη μου καρδιά και πικραμένα χείλη
το ποιος με βλέπει που τραγουδώ
το ποιος με βλέπει που γελώ
θαρρεί πως δεν έχω ντέρτι στην καρδιά .
Εγώ έχω ντέρτι στην καρδιά
φαρμάκι έχω στα χείλια.
Για πιάστε με απ’ το χέρι μου
και βάλτε με να κάτσω
και δώστε με τον τάμπουρα
για να σας πω τραγούδια.
Απ’ την ζωή μου  εγώ
έχω ντέρτι στην καρδιά
φαρμάκι έχω στα χείλια.
Βασανισμένη μου καρδιά
και πικραμένα χείλια
δεν έχω κανέναν να το πω
να κλάψω το παράπονό μου
δεν έχω μάνα κι αδερφή
να πω το παράπονό μου.
Για να το πω στην γειτονιά
το ακούει ο κόσμος όλος.

Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης






2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος00:25

    Θέλει πολύ μεράκι και υπομονή για να γίνει η εργασία αυτή. Μπράβο σας !!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σας ευχαριστώ πολύ. Να είστε καλά !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *