menu

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

Λεξιλόγιο - ντοπιολαλιά

-Το λεξιλόγιο - ντοπιολαλιά είναι ο προφορικός κυρίως λόγος των ανθρώπων μιας περιοχής. Με άλλα λόγια, είναι το σύνολο των εκφράσεων και λέξεων, που όλες μαζί δημιουργούν τη γλωσσική ταυτότητα, το γλωσσικό ιδίωμα, την τοπική γλωσσική ιδιομορφία κάθε περιοχής μιας χώρας.
-Το παρελθόν είναι ο πρόλογος του μέλλοντος. Οφείλουμε να το γνωρίσουμε στις νέες γενιές. Κάποια στοιχεία από τη ↴↴↴ 
λαλιά μας πρέπει να τα δώσουμε ως  "προίκα"  ταυτότητας. Είναι κυρίως λέξεις που τις έχουμε ξεχάσει ή τις έχουμε αντικαταστήσει με άλλες πάλι ελληνικές λέξεις.

-Στην παρούσα δημοσίευση  ακολουθούν λέξεις από : Α. Β. Γ.  
-Με κλικ στους παρακάτω συνδέσμους  μεταφερόμαστε στα υπόλοιπα γράμματα. 

Δ.Ε.Ζ. κλικ ΕΔΩ
Η.Θ.Ι.  κλικ ΕΔΩ
Κ.Λ.Μ. κλικ ΕΔΩ
Ν.Ξ.Ο. κλικ ΕΔΩ
Π.Ρ.Σ.  κλικ ΕΔΩ
Τ.Υ.Φ.  κλικ ΕΔΩ 
Χ.Ψ.Ω. κλικ ΕΔΩ

-Στο μέλλον θα προστίθενται και νέες λέξεις που θα προκύπτουν.-

Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης








αβγατίζου:  αυξάνω, μεγαλώνω.
αγάλια:  σιγά, αργά.
αγλήγουρα:  γρήγορα.
αγνάντια:  απέναντι.
αγρίμια:  άγρια ζώα του δάσους.
αγροικάου: καταλαβαίνω, νιώθω, μόλις αρχίζω να καταλαβαίνω 
αγγελούδια: Μοτίβο στην υφαντική.
αγκωνάρια: Γωνιόλιθοι.
αγλήγουρα: Γρήγορα
αγριάντζα: Είδος βελανιδιάς. 
αδίμ 'του: Είδος υφάσματος (δίμιτο). Υφαίνεται με τέσσερις πατήθρες, αντί με δύο.
αδράχτι: Η βέργα που κλώθει και μαζεύει την κλωστή στο γνέσιμο.
αδριά μαλλιά: Σκληρά μαλλιά.
άιντι άιντι:  σιγά σιγά, λίγο λίγο.
ακολνώ: Κολλάω.
αλ'τές: Λυτές βραδιές, οι νύχτες του Δωδεκάμερου.
αλ 'τσίδια: Αλυσίδια με νήμα.
αλ’χτάου: γαβγίζω.
αλάργα:  μακριά.
αλατσιά: πλατιές πέτρες στις οποίες ρίχνουν αλάτι για τα ζώα.
αλόγατα: άλογα.
αλουγίσια: αυτή που προέρχεται από το άλογο.
αλουγόκουμπους: ειδικός τρόπος με τον οποίο πεδουκλώνω τα άλογα.
αλουγουβέλιντσα: μικρή βελέντσα που στολίζει το άλογο του τσέλιγκα.
αλουγουπούλ: το πουλάρι  της φοράδας.
αλτσιάρκους: λυσσασμένος (συνήθως για σκύλους).
ανάλλαγους:  αυτός που δεν άλλαξε φορεσιά.
ανοίγ ' (ει): Χωρίζει το στημόνι σε πάνω και κάτω κλωστές για να περάσει η σαΐτα.
ανάρμιγους:  ανάρμεχτος
ανιώφυλλου: Το πάνω μέρος του θυρώματος της πόρτας.
αντί: Εξάρτημα του αργαλειού. Υπάρχουν δυο αντιά. Στο πίσω είναι τυλιγμένο το στημόνι και στο μπροστινό μαζεύεται το υφαντό.
απάρμιγμα: τελείωμα από το άρμεγμα.
απουκόβου:  απογαλακτίζω. 
αρκούδια:  αρκούδες.
αρμιή:  άρμεγμα.
αρμιχτάδις:  βοσκοί που αρμέγουν τα πρόβατα στη στρούγκα.
αρμύρα:  υγρό μέσα στο οποίο συντηρείται το τυρί.
αρνόπρατα: κοπάδι με αρνιά και πρόβατα.
αρνουπόκι: πόκος – ποκάρι, το μαλλί των αρνιών.
ασπρουλιάρα: προβατίνα με άσπρο μαλλί και για γυναίκες με πολύ άσπρο δέρμα.
απέθαντου: Αθάνατο.
απέλες: Σανίδια που καλύπτουν την επιφάνεια της οροφής. Πάνω σ' αυτές
τοποθετούνται τα κεραμίδια.
απονιψίδια: Τα σαπουνόνερα μετά το νίψιμο.
απουλνώ: Αφήνω.
αράδα: Σειρά.
αραδωτά, Αραδιακά (σαΐσματα): Σα/σματα με εναλλαγές χρωματιστών λωρίδων.
αραδιάρ 'κα: Τα υφαντά με ποικιλόχρωμες ταινίες.
αρζάρ(ι)/ αρζαρί: Το φυτό ριζάρι, ερυθρόδανο/ Το χρώμα που δίνει η ρίζα του ριζαριού.
άρκλα: Είδος ντουλάπας, χώρος διατήρησης του ψωμιού.
άρματα : Τα προικιά.
αρμέν 'τσις: Κατηγορία Νεράιδων. Κακοποιά πνεύματα που βασανίζουν τις λεχώνες.
αρμέν 'τσμα: Ενόχληση (ως κατοχή) λεχώνας από κακοποιά πνεύματα.
αρμεχτάδες: Οι άνδρες που αρμέγουν τα πρόβατα
αρνοπόκια: Τα μαλλιά των αρνιών.
αστρέχα: Επέκταση της σκεπής για να προφυλάσσεται ο τοίχος από τη βροχή.
αφρός: Τα πολύ καλά άσπρα μαλλιά.
αχούρ(ι): στάβλος ζώων και για βρώμικα σπίτια.
αχός:  βουητό, αντίλαλο








βαένι:  μεγάλο βαρέλι
βαλανί (χρώμα): Το χρώμα των βαλανιών (χρυσαφί).
βαλάνι: βελανίδι 
βαζούρα:  φασαρία, θόρυβος.
βαΐζου:  γέρνω προς τη μια μεριά
βαλαντώνου: κακοκαρδίζω, στενοχωρώ κάποιον.
βαλμάς:  αυτός που βοσκάει τα αλογομούλαρα
βαλτουνιέρια: τα νερά από τους βάλτους
βαμπούλι: κάτασπρο βόδι.
βιτούλ(ι): κατσίκι ενός χρόνου.
βιός: το σύνολο των ζώων.
βουρλαμάρα: αρρώστια νέων προβάτων, τα οποία μοιάζουν με τρελά.
βούρλους: τρελός, ζαλισμένος.
βαμπακιρ 'νό: Βαμβακερό.
βαραίνει η γνώμη: σκέπτομαι με λογική, με σωφροσύνη.
βαρβάτου: αρσενικό ζώο που είναι ικανό για αναπαραγωγή.
βαριακούου: ακούω άλλο αντί άλλου, δεν ακούω καλά
βάριμα:  χτύπημα, πληγή, τραύμα.
βαριουκοιμάμι: κοιμάμαι με βαρύ ύπνο
βάρισι λύκους: λύκος πλησίασε στο κοπάδι, τα σκυλιά τον έχουν επισημάνει και το κοπάδι κινδυνεύει.
βαρκό:  μέρος που είναι επίπεδο και κρατάει νερά και βαλτώνει 
βαριές (γιορτές): Μεγάλες γιορτές στις οποίες απαγορεύεται οποιαδήποτε εργασία.
βαώνει: Κλείνει.
βέλασμα:  φωνή προβάτου ή γιδιού
βέργα: Το λεπτό ξύλο που βοηθάει στη στήριξη του στημονιού στο πίσω αντί.
τοποθετείται ταυτόχρονα με το στημόνι στην αρχή του τυλίγματος στο αντί.
βεργιά: Λούρα, λεπτές εύκαμπτες βέργες που χρησιμοποιούνται για την
κατασκευή των ξύλινων παραπηγμάτων ή χωρισμάτων στο σπίτι (τσιατμάς)
βηρός: Κάθε βαθύ σημείο του ποταμού.
βίγλα:  καραούλι, σκοπιά
βιλέντζα:  βελέντζα.
βιτούλι:  χρονιάρικο κατσίκι.
βίζιτες: Επισκέψεις ανδρών με επικεφαλής τον παπά, στις ονομαστικές γιορτές  και το πανηγύρι.
βλάμ’ς, ου:  μπράτ’μους.
βλουημένους:  ευλογημένος.
βόμπιρας:  ανήσυχο κι έξυπνο παιδί.
βουζιασμένους:  αυτός που έχει σπυριά στα χείλη του.
βούλουμα:  πώμα.
βουνιά:  κοπριά από ζώα και κυρίως αγελαδοκοπριά.
βουζιλίσιο: Ξύλο από βουζιλιά, κουφοξυλιά.
βουή: Θόρυβος. 
βουρλαμάρα:  τρέλα.
βουσκάου:  βόσκω
βριζίσιον: Ψωμί από βρίζα, σίκαλη.
βραστόγαλου:  γάλα που κρατάνε οι τσομπαναραίοι για φαγητό
βρουντή:   κεραυνός.
βρόχια:  παγίδες για πουλιά.


γαϊτανουφρυδούσα:  γυναίκα με ωραία και λεπτά φρύδια.
γαλάρια:  πρόβατα ή γίδια που αρμέγονται και δίνουν γάλα.
γαλίκι:  μικρό κοφίνι καμωμένο από φέτες ξύλου [26, 183].
γαλουδέρματου:  ασκί, τομάρι για το γάλα του σπιτιού
γαλουτύρι:  προϊόν του γάλακτος που γίνεται με ειδική επεξεργασία. 
γαλάν’τς : βόδι  με ασπριδερό χρώμα.
γαλάνου: αγελάδα με ασπριδερό χρώμα.
γαλαριάρ’ς: ο βοσκός των γαλακτοφόρων γιδοπροβάτων.
γαλίκα: Είδος κοφινιού που το χρησιμοποιούσαν για την απομάκρυνση της
κοπριάς από τον πατόσπιτο.
γαλαρουτσιάκανα: τα κουδούνια που κρεμούν την άνοιξη στα γαλάρια.
γάλιασμα: το γύρισμα του κοπαδιού σε άλλη κατεύθυνση.
γαλόμετρο, γαλομετρώ: γιορτή που γίνεται την πρώτη μέρα που πουλούν οι
κτηνοτρόφοι το γάλα στον τυροκόμο, αφού πρώτα το μετρήσουν.
γαμουκούλουρα:  ψωμιά του γάμου.
γανώνου:   κασσιτερώνω τα χαλκώματα 
γ’δίσιου:  γίδινο.
γιατρειά:  θεραπεία.
γιατρέσσα:  γυναίκα που είναι γιατρός.
γίδι:   γίδα.
γιόμ’σι του φιγγάρι: είναι πανσέληνος.
γ’δουμαλλίσιου: υφαντό από γιδόμαλλο.
γ’δόμαλλου : μαλλί της γίδας.
γιραμάς: χοντροαλεσμένος καρπός για ζώα.
γιδομάντρι: μαντρί για τα γίδια
γιλαδάρ 'ς: βουκόλος, βοσκός αγελάδων.
γιαννιώτ(ι)κου: Νήμα που έχει ως τόπο προέλευσης τα Γιάννενα
γιδομάντρι: Μαντρί για τα γίδια
γιλαδάρ 'ς: Βουκόλος.
γιομάτο : Γεμάτο.
γκαβαίνουμαι: Τυφλώνομαι.
γκαβό: Τυφλό.
γκαβομονάστηρου: Μοναστήρι που δέχεται ακόμα και τυφλούς. Λέγεται για
σπίτι στο οποίο δε γίνεται έλεγχος επισκεπτών.
γκλαβανή: Καταπακτή.
γκλιμάτσα: Άψητο ψωμί.
γκουγκουρέλια: Ο καρπός του πλάτανου και κατ' επέκταση ό,τι δήποτε μικρό στρογγυλό.
γκούμπζα, γκούμπζις: Ξύλινη βαθιά σουπιέρα.
γκονρμπάσια: Κούφιος κορμός ξερού δένδρου που χρησίμευε ως προσκέφαλο για τους τσοπάνηδες.
γκουμούλια:  μικρά καρβέλια από ψωμί 
γκουρτσιά:  αγριοαπιδιά.
γκριμός:  βάραθρο, απότομη κατωφέρεια.
γκριτζιάλα:  γκρίνια.
γκυρατζής:  αγωγιάτης
γκαβαλίνα: η κοπριά τη προβατίνας.
γκαρλάπα: διχαλωτό ξύλο, μπηγμένο στο έδαφος, στη διχάλα του οποίου σφηνώνουν το κεφάλι των προβάτων όταν τα κουρεύουν.
γκαρδιακός:  επιστήθιος φίλος.
γκαβός:  τυφλός.
γκαβώνουμι:  τυφλώνομαι.
γκούμπζα, γκούμπζις: ξύλινη βαθιά σουπιέρα (πιάτο).
γκαστριά:  εγκυμοσύνη.
γκαστρουμένα:  έγκυες προβατίνες ή γίδες
γκιουφύρι:  γεφύρι.
γκιέσα: μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες ή καφέ γραμμές στο πρόσωπο
γκιουρντανάτη: προβατίνα με άσπρη λωρίδα στο λαιμό.
γκισιέμι:  ευνουχισμένο κριάρι ή ευνουχισμένο τραΐ που οδηγεί το κοπάδι.
γκισούλ’τς: καστανόχρωμο σκυλί.
γκόρμπους-α-ου: γίδι με μαύρο τρίχωμα.
γκουρμπάνι: το αρνί ή κατσίκι που έσφαζαν στο πανηγύρι.
γκουρμπάσια: ξύλινο προσκέφαλο που είχαν οι βοσκοί στην καλύβα τους.
γκουτσιούν(ι): γουρουνάκι.
γρέκι: το μέρος που κοιμούνταν το καλοκαίρι τα ζώα στην ύπαιθρο.
γρικιάζου: κάνω γρέκι.
γλουσσίδι:  μικρό σιδεράκι στο εσωτερικό του κουδουνιού που προκαλεί τον ήχο.
γκουτσιούν(ι): Γουρουνάκι.
γκριγκουρτσιά: Άγρια αχλαδιά.
γλέπου: Βλέπω.
γλύνα:   λίπος από χοιρινό.
γνέθου: μετατρέπω το μαλλί σε νήμα.
γόνας:  γόνατο
γουνέοι:  γονείς.
γουνήδις:  γονείς.
γουνής:   γονιός
γνέστρα: Η μηχανή γνεσίματος.
γράμματα: Όρος που χρησιμοποιείται στην υφανική για τα γεωμετρικά σχήματα σε αντίθεση με τα θέματα της φύσης.
γραμμένου: Καλοφκιαγμένο, προσεγμένο (λέγεται για τα εργόχειρα)
γραμμόφωνο (σχέδιο): Σχέδιο στην υφαντική τη δεκαετία του '50.
γράνσιμο: Το άνοιγμα των μαλλιών. Η ξάνσις.
γραπτά: Τα κεντήματα που το σχέδιο τους αποτυπώνεται στο ύφασμα με μολύβι.
γρασίδουσι: Πρασίνισε.
γραμμένους:  πολύ όμορφος:
γραίνου:  ξεμπλέκω τα μπερδεμένα μαλλιά του πρόβατου κυρίως
γραφή:  γράμμα, επιστολή.
γραφτό:  μοίρα, πεπρωμένο.
γρέκι:  μέρος στο οποίο διανυκτερεύουν τα κοπάδια και είναι περιφραγμένο
γρικιάζου:  οδηγώ το κοπάδι στο γρέκι,
γρέντζιλα:  αγριοστάφυλα.
γρηπίδα: Κρηπίδα.
γρτντουκάρφι: Χοντρό καρφί που στερεώνει τις γριντιές στον τοίχο.
γριντώνουμι: Ξαπλώνω χωρίς να κουνιέμαι, βαρύς όπως η γριντιά
γύρος: Η φάσα του υφαντού.
γυφτόφκυαρο: Το φτυάρι που χρησιμοποιούσαν στο τζάκι, το σιδερόφτυαρο
γυρουβουλιά:   κυκλική κίνηση
γυφτόπλου:  πολύ μελαχρινό παιδί, παιδί που είναι σαν το γυφτάκι.
γυφτουκούνια:  πρόχειρη τεχνητή κούνια, αιώρα.

Επιμέλεια: Στέργιος Γ. Παλπάνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *